Αγαπητοί κύριοι του RAM,
Θα ήθελα να διατυπώσω κάποια σχόλια σχετικά με το τεύχος του Δεκεμβρίου.
Το πρώτο έχει να κάνει με την συζήτηση περί μεταλλαγμένων.
Αναφέρετε στην απάντησή σας σε επιστολή του κ. Τσεκούρα ότι το μπόλιασμα συνιστά «καραμπινάτη γενετική μεταλλαγή» Κύριοι, καλό είναι να προσέχετε περισσότερο την ακρίβεια των όσων γράφετε. Το μπόλιασμα, σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά γενετική μεταλλαγή, γιατί δεν επεμβαίνει στην σύνθεση του γενετικού υλικού κανενός εκ των δυο ή περισσότερων δέντρων που εμπλέκονται. Κανενός δέντρου το γενετικό υλικό δεν ανακατεύεται με του άλλου. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να είναι τεχνητό μόρφωμα, αλλά πρόκειται για μια εξαναγκασμένη «συμβίωση» των δυο οργανισμών, όπου ο ένας τροφοδοτεί τον άλλον, και οπωσδήποτε όχι μετάλλαξη, γιατί κανενός το γονιδίωμα δεν υφίσταται αλλοίωση. Η δαμασκηνιά επί της κορομηλιάς (έχω μια τέτοια στην αυλή μου) σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται, αναπαραγόμενη, να δώσει άλλον απόγονο πλην μιας γνήσιας δαμασκηνότατης δαμασκηνιάς.
Όσο για το αν τα μεταλλαγμένα προϊόντα μπορούν να αποτελέσουν λύση στο πρόβλημα του τριτοκοσμικού λιμού, ας μου επιτραπεί να διατηρήσω τις επιφυλάξεις μου. Η αιτία του προβλήματος και η αφετηρία της λύσης βρίσκονται αλλού, κάπου στα σαλόνια λήψης αποφάσεων των ανεπτυγμένων χωρών. Προς το παρόν η εμπειρία μας στις τοπικές καλλιέργειες βάμβακος, αραβοσίτου και σιτηρών δείχνει ότι τα μεταλλαγμένα καθιστούν τον παραγωγό απόλυτα εξαρτώμενο από συγκεκριμένες εταιρίες προμήθειας σπόρων και φαρμάκων.
Το δεύτερο σχόλιο σχετίζεται με το άρθρο σας περί του κ. Σέιμουρ Πέπερτ.
Κατ’ αρχάς καλό θα είναι σε τέτοια άρθρα να αναφέρεται και η ιδιότητα του αρθρογράφου, (εν προκειμένου του κ. Τσέβη) από την οποία τα γραφόμενα ως έναν βαθμό αντλούν το κύρος τους.
Σχετικά με το άρθρο αυτό καθ’ αυτό, πιστεύω ότι παρουσιάζει μια ανεπίτρεπτα μονόπλευρη, και εκ τούτου έωλη, θεώρηση της βιωματικότητας και της αυτενέργεας στην μαθησιακή διαδικασία. Και εξηγώ:
Υπάρχει μια απολυτοποίηση των απόψεων του Τζων Ντιούι (οι οποίες σημειωτέον έχουν αμφισβητηθεί έντονα από συγχρόνους του και νεωτέρους) σχετικά με την κατάκτηση της γνώσης μέσω των ενδιαφερόντων και των αναγκών των μαθητών. Επίσης αναφέρεται ότι «τα παιδιά πρέπει να είναι ενεργοί συμμέτοχοι, και να ακολουθούν το πρόγραμμα που οι ίδιοι ορίζουν». Η τελευταία ειδικά άποψη (εκπεφρασμένη ομολογουμένως από πολλούς θεωρητικούς) είναι απορριπτέα από την σύγχρονη παιδαγωγική. Αντί αυτής η αντίληψη που σήμερα υπάρχει είναι ότι οι ανάγκες, τα βιώματα και τα ενδιαφέροντα των μαθητών είναι μεν κινητήριες, αλλά όχι κατευθυντήριες δυνάμεις της μαθησιακής διαδικασίας. Ελπίζω η διαφορά να είναι κατανοητή. Άλλωστε σήμερα αυτό είναι συνείδηση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι συνεχώς επιχειρούν την σύνδεση βιώματος και νέας γνώσης.
Σε κάποιο σημείο ο κ. Πέπερτ αυτοαναιρείται: Υποστηρίζει (περίεργο για μαθηματικό) ότι «το να μαθαίνεις οτιδήποτε πέραν του 1/2, του 1/3 και του 1/4 είναι άχρηστο» Λίγες γραμμές παρακάτω εξαίρεται η σημασία της γνώσης των πιθανοτήτων. Ας μας απαντήσει, παρακαλώ ένας μαθηματικός, πώς είναι δυνατό να κατανοήσει κάποιος τις πιθανότητες δίχως εμπεριστατωμένη γνώση των κλασματικών αριθμών και του χειρισμού τους.
Σε γενικές γραμμές φρονώ ότι οι παιδαγωγικές απόψεις του κ. Πέπερτ στερούνται πληρότητας. Ρίχνουν μονόπατα το βάρος στην μάθηση μέσω πρακτικής άσκησης και εξερεύνησης, απαξιώνοντας την ανάγκη την τριβή των μαθητών με τον χειρισμό περίπλοκων αφηρημένων εννοιών (αντικείμενο κατ΄εξοχήν των Μαθηματικών και της Φιλοσοφίας, και κινητήρια δύναμη του πολιτισμού μας). Επίσης φαίνεται να αγνοούν βασικούς παιδαγωγικούς στόχους, όπως η απόκτηση εγκύκλιας μόρφωσης, ο προσδιορισμός του παιδιού μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο, ο προβληματισμός του πάνω σε πράγματα και καταστάσεις, η ανάδειξη κρυφών κλίσεων, η καλλιέργεια γλωσσικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, αισθητικών και καλλιτεχνικών ευαισθησιών, αλλά και αρετών όπως η υπομονή, η εργατικότητα, η φιλοπονία, η πειθαρχία, και η μεθοδικότητα. Όλα τα παραπάνω, αλλά και άλλες σημαντικές πτυχές της εκπαίδευσης είναι αδύνατο να υπηρετηθούν αν επιχειρήσουμε να καθορίσουμε τα εκπαιδευτικά προγράμματα με βάση τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών.
Λυπάμαι για την μάλλον πρόχειρη αντιμετώπιση ενός τόσο ευαίσθητου θέματος. Νομίζω ότι σε αυτά τα πράγματα η περίσσεια φειδούς δεν βλάπτει.
Ένας «οπισθοδρομικός και εθελοτυφλών εκπαιδευτικός», και για την ανάγκη της επωνυμίας:
Γιώργος Χατζής,
Καθηγητής Πληροφορικής Μέσης Εκπαίδευσης.
Φλώρινα, Δεκέμβριος 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου