17 Απριλίου, 2007

Μικρασιατική καταστροφή, -Σεπτ'04

Μικρασιατική καταστροφή,

82 χρόνια μετά,

σκέψεις και διαπιστώσεις.

Ομιλία στις 19-Σεπτ-2004

Ομιλητής: Γεώργιος Χατζής

Πώς μπορούνε τα λόγια, ήχοι ανήμποροι, να περιγράψουν ένα τέτοιο γεγονός σαν αυτό που θρηνούμε σήμερα; πώς μπορούν οι λέξεις να μπούνε στο πετσί της προσφυγιάς, του ξεριζωμού, του θανάτου, της καταστροφής; Ποιες λέξεις θα ιστορήσουνε τον θρήνο για όσους αγαπημένους έχουν χαθεί τόσο τραγικά; για τα παιδιά που σφάχτηκαν στον κόρφο της μάνας, για τις θυγατέρες που ατιμάστηκαν, για τους συζύγους, τους αδελφούς και τους πατεράδες που έσβησαν στα στρατόπεδα εργασίας; Πώς να μιλήσει κανείς για τον πικρό νοσταλγικό πόθο εκατομμυρίων ανθρώπων για τις χαμένες πια πατρίδες τους; Αυτήν την ώρα είναι πασιφανής η αδυναμία του λόγου να ορίσει την ουσία των γεγονότων και των συναισθημάτων. Όμως ακόμα κι έτσι, πρέπει να μιλήσουμε για όλα αυτά που αν και συνέβησαν κάμποσες δεκαετίες πριν, ωστόσο ο απόηχος και οι συνέπειές τους εξακολουθούν και σήμερα να στοιχειώνουν την ζωή μας.

Νομίζω ότι είναι πρέπον να αρχίσω αυτόν τον θρηνητικό πανηγυρικό, με τα λόγια του Φωτίου Κόντογλου από τις Κυδωνιές, πνευματικού πατέρα της σύγχρονης Ελλάδας, του ανθρώπου που ύμνησε την Ανατολή όσο κανείς, που μπόλιασε την νεοελληνική σκέψη και κουλτούρα με την πνευματική ευωδία των ιωνικών παραλίων.

«…Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ’ έριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που μιλούσανε την ίδια γλώσσα με μένα, πλην όμως που έχουνε άλλα συνήθεια. Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκουμαι κ’ εγώ σε τούτα τα χώματα…»

Ξενιτειά λοιπόν η Ελλάδα μας για τον Κόντογλου, αλλά και για εκατοντάδες χιλιάδων άλλων συμπατριωτών του που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα άγια χώματά τους. Ξενιτειά πιο αφόρητη από όλες τις ξενιτειές του κόσμου, γιατί το χειρότερο είναι να είσαι ξένος ανάμεσα σε ομοεθνείς, σε ανθρώπους που κανονικά περίμενες να σε θεωρούν αδελφό τους. Και αυτοί όχι μόνο δεν το κάνουν, όχι μόνο δεν συμπάσχουν στοιχειωδώς μαζί σου, όπως θα έπρεπε να συμπάσχουν με κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε εμπερίστατη κατάσταση, αλλά αντίθετα σε θεωρούν παρείσακτο, απόβλητο, ξένο σώμα στην «δική τους» κοινωνία. Θέλουν να σε ξεφορτωθούν, να σε στείλουν παραπέρα, ή αν σε δεχθούν κοντά τους, είναι για να σε εκμεταλλευτούν. Είναι μήπως τυχαίο που και ένας άλλος μεγάλος νεοέλληνας λογοτέχνης, ο Νίκος Καζαντζάκης την ίδια περίοδο μπαίνει στο μεδούλι του προσφυγικού δράματος, γράφοντας το βιβλίο-κατηγορητήριο «ο Χριστός ξανασταυρώνεται»?

Ας μην σπεύσει να με κακίσει κανείς, θεωρώντας υπερβολικά τα παραπάνω. Είναι η πικρή αλήθεια, και αν ακόμη αχνοφαίνεται κάποια υπερβολή, είναι γιατί κανονικά είναι ντροπή και όνειδος για όλη την πατρίδα μας, ακόμα και το ένα μεμονωμένο κρούσμα αδελφοφοβίας. (Γιατί, ας λέμε τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα, για αδελφοφοβία πρόκειται, που είναι δέκα φορές χειρότερη από την ξενοφοβία, για την οποία τόσο πολύ κοπτόμαστε σήμερα.) Και δυστυχώς τέτοια κρούσματα υπήρξαν κάμποσα. Πολλές φορές τα χρόνια εκείνα ο Χριστός μας ξανασταυρώθηκε στο πρόσωπο των αδελφών του των ελαχίστων, των Ιώνων προσφύγων. Χαρακτηριστική είναι η στάση του ίδιου το Ελληνικού Κράτους, (στο οποίο έλειπε μια ολοκληρωμένη και νήφουσα εθνική συνείδηση), απέναντι στους πρόσφυγες, που μέχρι και τις μέρες της σφαγής τους, τους θεωρούσε αλλοδαπούς, απαγορεύοντάς τους το πέρασμα στην ασφάλεια των νησιών. Μπορεί κανείς να αναφερθεί και σε άλλα παρόμοια, αλλά τέτοια στιγμή αυτό δεν θα ήταν νομίζω σκόπιμο.

Σκόπιμο θα είναι την στιγμή αυτή, 8 δεκαετίες μετά, εμείς η τρίτη γενιά, να αποστασιοποιηθούμε συναισθηματικά, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως μπορετό, από τα γεγονότα, και από τις διηγήσεις με τις οποίες από μωρά παιδιά μεγαλώσαμε, διηγήσεις όσων γλίτωσαν από την Κεμαλική κόλαση που κάνανε και τις πέτρες να κλαίνε. Να πάρουμε αποστάσεις, όχι για να ξεχάσουμε, αλλά ίσα ίσα για να μπορέσουμε με σύνεση και νηφαλιότητα να δούμε την εποχή εκείνη, τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους, και να αντλήσουμε διδάγματα για το σήμερα. Αυτό είναι ίσως ό,τι σημαντικότερο έχουμε να κάνουμε τιμώντας την μνήμη όσων χάθηκαν, μετά από τις προσευχές μας για την ανάπαυσή τους.

Βέβαια, η συναισθηματική αποστασιοποίηση από όσα διαδραματίστηκαν τις μαύρες εκείνες ημέρες είναι ανθρωπίνως δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Σταματάει ο νους κάθε εχέφρονος ανθρώπου αν αναλογιστεί τις κτηνωδίες που διαπράχθηκαν σε βάρος των ρωμιών της Μικράς Ασίας. Απορεί πως είναι δυνατό κάποιοι άνθρωποι (ή μάλλον ας μιλήσουμε για ανθρωπόμορφα κτήνη) να συνέλαβαν με το νοσηρό μυαλό τους και να εξετέλεσαν τέτοιας βαρβαρότητας πράξεις, που αποτελούν μελανιά, ντροπή και όνειδος για όλην την ανθρωπότητα και την ιστορία της. Οι διηγήσεις όσων επέζησαν από την Κεμαλική κόλαση δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο. Δεν υπάρχει ανοσιούργημα που να μην διαπράχθηκε με θύματα τους δύστυχους ρωμιούς. Ακόμα και σήμερα 82 χρόνια μετά ραγίζει η καρδιά όποιου τις διαβάζει, κι ας είναι και από πέτρα. Ο χρόνος στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής γιατρός, σε τέτοιες πληγές που δύσκολα κλείνουν.

Άνθρωποι κατασφαγιάσθηκαν κτηνωδώς, (και νήπια ακόμη, τόσα που ο Ηρώδης πια φαντάζει μικροκακοποιός), γυναίκες ατιμάσθηκαν μπροστά στους οικείους τους, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, αξιοπρέπειες τσαλακώθηκαν, ιερά βεβηλώθηκαν, περιουσίες αρπάχθηκαν, περιοχές ολόκληρες ερήμωσαν.

Δεν έχει ίσως νόημα να επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες. Τα έχουμε όλοι ακούσει αυτά, και περισσότερα ίσως, από τους παππούδες μας. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τα δούμε όσο γίνεται ψυχρά και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.

Διαπίστωση πρώτη.

Το 1922 είναι η χειρότερη χρονιά για τον Ελληνισμό, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, δηλαδή περίπου τις τρεις τελευταίες χιλιετίες. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα μένει απορημένος για το πώς άρκεσε μόνο μια χρονιά για να χαθεί ό,τι κατακτήθηκε στην Ομηρική εποχή 3000 και βάλε χρόνια πριν, ό,τι οικοδομήθηκε στα κλασσικά χρόνια, ό,τι καταξιώθηκε στα ελληνιστικά, ό,τι αγιάστηκε κατά τους πρώτους αιώνες της εκκλησίας, και ό,τι πεισματικά με νύχια και με δόντια κρατήθηκε μετέπειτα από τον Διγενή και τους άλλους ακρίτες.

Διαπίστωση δεύτερη

Η μικρασιατική καταστροφή δεν μπορεί να θεωρείται γεγονός μεμονωμένο. Είναι μέρος, ίσως το τραγικότερο, μιας γενικότερης ιστορικής περιόδου κατά τον 20ο αιώνα της εκ βάθρων αποξήλωσης του Ελληνισμού από τα μέρη της ανατολής, από έναν χώρο δηλαδή όπου αναδείχθηκε και μεγαλούργησε. Δεν πρέπει να την δούμε ξεκομμένα από την κτηνώδη γενοκτονία των ποντίων που προηγήθηκε, και αργότερα από τον βίαιο αφελληνισμό της Κωνσταντινούπολης κατά τις δεκαετίες του ’50 και ‘60, από τους μεθοδευμένους διωγμούς στην Ίμβρο και την Τένεδο, και για να έρθουμε και στις μέρες μας, από τον προσεκτικά μεθοδευμένο εκτουρκισμό της μαρτυρικής μεγαλονήσου, της Κύπρου. Λίγο έλειψε αυτός ο εκτουρκισμός να εδραιωθεί ανεπανόρθωτα μόλις πέρυσι, με την νομιμοποίηση των εισβολέων που επιχειρήθηκε.

Διαπίστωση τρίτη.

Η κεμαλική ιδεολογία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο. Στο νεοτουρκικό κράτος, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις περί ισότητας, κλπ, ουσιαστικά είχε αρθεί πια η Οθωμανική ανοχή στις διάφορες εθνότητες. Ο καθένας όφειλε, ή να είναι τούρκος, ή να πεθάνει. Νοσηρή ιδεολογία που πληρώθηκε με αίμα εκατομμυρίων Αρμενίων και Ελλήνων, που ιστορικώς τεκμηριωμένα έδωσε ιδεολογική τροφή στην σύλληψη της «τελικής λύσης των Ναζί για το εβραϊκό ζήτημα» και που στις μέρες μας ακόμα αποτελεί σημαία του τουρκικού κράτους. Όταν λοιπόν κομπάζουμε για την «προσέγγιση» και την «φιλία» που επιτύχαμε, να έχουμε πάντα κατά νου ότι μιλάμε για έναν λαό που αν και οι τόσοι αιώνες συνύπαρξης μας έχουν δέσει σε μια κοινή ιστορική πορεία, ωστόσο είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στην ακραία εθνικιστική δημαγωγία των αρχόντων του, που τάχιστα μπορεί να τον μεταμορφώσει σε αιμοχαρή όχλο. Λοιπόν η πολυθρύλητη ελληνοτουρκική φιλία μπορεί να είναι παραπάνω από επιθυμητή, αλλά η επανάπαυσή μας σε αυτήν συνιστά ασυγχώρητη αφέλεια.

Διαπίστωση τέταρτη

Η μικρασιατική εκστρατεία, και η καταστροφή που την ακολούθησε δεν ήταν απλά και μόνο μια ελληνοτουρκική υπόθεση, αλλά εντάχθηκε στον γενικότερο γεωπολιτικό σχεδιασμό της εποχής, από τους κρατούντες στην τότε παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Η πατρίδα μας άδραξε την μοναδική ευκαιρία που της δίνονταν για να επεκταθεί στον τόσο ζωτικό για αυτήν χώρο της Μικράς Ασίας, χώρο που αν και υπό τουρκική κυριαρχία δεν έπαψε να αποτελεί το πνευματικό επίκεντρο του λαού μας.

Έπαιξε όμως δίχως σύνεση στον διεθνή στίβο και έχασε. Η πολιτική που άσκησε στην κρίσιμη τριετία από την απόβαση στην Σμύρνη υπήρξε επιεικώς ανεδαφική, και οι επιλογές των κυβερνήσεων ασυγχώρητα κοντόφθαλμες.

Δεν μπόρεσε η ελληνική εξωτερική πολιτική να σταθμίσει την πραγματική θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι, και αυτό το πληρώσαμε ακριβά. Η παραγνώριση των διαπλεκόμενων διεθνών συμφερόντων στην περιοχή και η έλλειψη μιας μακρόπνοης, ευέλικτης και ευφυούς διπλωματίας που θα εξασφάλιζε τα δικά μας συμφέροντα αποφεύγοντας τις άσκοπες διεθνείς προστριβές αποδείχθηκαν μοιραίες παραλείψεις.

Είναι βέβαια γνωστός ο ρόλος και η ατιμία των μεγάλων δυνάμεων στην υπόθεση της Μικράς Ασίας. Η ιστορική μνήμη δεν θα συγχωρήσει ποτέ αυτούς που παρακολουθούσαν απαθείς την σφαγή στην παραλία της Σμύρνης, δίχως να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια στα δύστυχα θύματα, και πολύ περισσότερο αυτούς που πετούσαν πίσω στην θάλασσα όσους κατέφευγαν εκεί ικέτες για να σωθούν. Φυσικά, οι ξένες δυνάμεις παίξανε απλά το βρώμικο παιχνίδι τους, όπως γίνεται πάντα. Μόνοι μας όμως εμείς βγάλαμε τα μάτια μας.

Διαπίστωση πέμπτη

Καταστροφική αποδείχθηκε η νοοτροπία που καλλιεργήθηκε στην κοινή γνώμη για παύση του πολέμου, για να γυρίσουν οι φαντάροι μας πίσω, και τα λοιπά γνωστά. Δεν λείπανε οι κουβέντες όπως «τι θέλει ο στρατός μας στη τουρκία» Πουθενά ο εθνικός ενθουσιασμός για την ελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών. Πουθενά η παλλαϊκή συστράτευση για τον κοινό σκοπό της επέκτασης της πατρίδας στην Μικρά Ασία. Οι ευθύνες της τότε παλιάς Ελλάδας σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι τεράστιες.

Η διχόνοια που επικρατούσε και το χάος στο οποίο είχε περιπέσει η Ελληνική πολιτική ζωή ήταν αυτά που τελικά κατά πολλούς δώσανε την νίκη στον Μουσταφά Ριζά, γνωστό κατά κόσμο ως Κεμάλ Ατατούρκ. Δεν θα ήταν υπερβολή αν αναφέρονταν ότι η Ελλάδα έκανε τα πάντα για να ηττηθεί.

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στις κρίσιμες στιγμές της εθνικής δοκιμασίας πολλοί στην Ελλάδα προέτασσαν το κομματικό ή μικροπολιτικό συμφέρον έναντι του εθνικού. Άλλοι τάσσονταν σύμμαχοι στο πλευρό της Γερμανίας, υπηρετώντας βασιλικές οικογενειοκρατίες, άλλοι βασίζονταν στις Βρετανικές φλύαρες αοριστίες, και άλλοι πάλι, νεοφώτιστοι, εγκολπώνονταν τα τότε σοβιετικά ιδεώδη, διακηρύσσοντας (εν ώρα εμπόλεμης κρίσεως μάλιστα) το άδικο της δικής μας μικρασιατικής εκστρατείας ενάντια στο δικαίωμα του αδελφού τουρκικού λαού για αυτοδιάθεση. Αυτό ειδικά το τελευταίο θα συνιστούσε εσχάτη προδοσία, αν δεν επρόκειτο απλά για μια φρικώδη ανοησία.

Και μιλώντας για έσχατη προδοσία, είναι πολύ χαρακτηριστική και ενδεικτική του ασυγχώρητου «ημετερικού» κλίματος που επικρατούσε ακόμα και στις τάξεις του εκστρατευτικού σώματος, η επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στην ηγεσία μιας από τις σπουδαιότερες μονάδες του Πυροβολικού:

« Ο κόσμος εδώ γενικώς είναι απαίσιος. Επικρατεί βενιζελισμός ογκώδης.... Θα άξιζε πράγματι να παραδώσουμε τη Σμύρνη στον Κεμάλ για να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους...Πότε Θεέ μου, θα γλιτώσω από αυτήν την κόλαση εδώ;»

Δεν χρειάζεται πιστεύω κανένα σχόλιο. Όταν στο στράτευμα επικρατεί τέτοιο ηθικό, όταν η ανώτατη διοίκησή του διαθέτει περγαμηνές ανικανότητας, και όταν η διοικητική μέριμνα λείπει παντελώς, τότε η ήττα είναι περισσότερο από εγγυημένη.

Αυτά όλα μας φαντάζουν απόμακρα, και απαράδεκτα για την δική μας «σύγχρονη» λογική. Δεν είναι όμως πολύς καιρός που μια άλλη προδοσία διεκτραγωδήθηκε υποκινούμενη από μικροπολιτικά συμφέροντα, και μιλάω για το προ 30ετίας ξεπούλημα της Κύπρου στους διαδόχους του Κεμάλ. Άρα και η δική μας γενιά είναι ανάγκη να αναλάβει τις δικές της ευθύνες, και να ασκεί συνεχώς τον αυτοέλεγχο και την αυτοκριτική της, για το κατά πόσο οι επιλογές της σε τόσο καίρια θέματα υπηρετούν ξεκάθαρα τα εθνικά συμφέροντα, ή υποτάσσονται σε σκοπιμότητες κομματικές, συντεχνιακές ή και προσωπικές. Η ιστορία μας διδάσκει ότι οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε ενωμένοι. Ο κομματισμός, ο «ημετερισμός» και ο,τιδήποτε άλλο προτάσσεται του εθνικού συμφέροντος συνιστούν εθνική προδοσία και σήμερα ακόμα που η μπόρα έχει φαινομενικά καταλαγιάσει.

Αν δεν πονέσουμε εμείς οι ίδιοι την πατρίδα μας, ας μην περιμένουμε να την πονέσει κανένας άλλος.

Διαπίστωση έκτη

Μετά το ’22 η Ελλάδα μας κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε. Βέβαια ήταν πια μια «μικρή πλην έντιμος» όπως ανοήτως διεκήρυσσαν κάποιοι πολιτικοί της εποχής (λες και το «έντιμος» αποτελεί τίτλο τιμής για ένα κράτος). Από την άλλη όμως το 1,5 εκατομμύριο περίπου των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην νέα τους πατρίδα, εξαθλιωμένοι στην αρχή, προοδεύοντες όμως στην συνέχεια, άλλαξαν το σκηνικό της χώρας μας. Νέο αίμα, αίμα συγγενικό και αδελφικό ήρθε να συνταχθεί στην προσπάθεια για επιβίωση και ανάδειξη της πατρίδας μας. Μπόλιασε την πληγωμένη Ελλαδίτσα μας με τον πολιτισμό της Ιωνίας, διασώζοντας πολλά στοιχεία από το ένδοξο παρελθόν της Ρωμιοσύνης, που είχαν ξεχαστεί στην «παλιά Ελλάδα». Τι να πρωτοαναφέρει κανείς? Την οξυδέρκεια, την κοινωνικότητα, την εργατικότητα, τον κοσμοπολιτισμός, την έφεση στις τέχνες στο εμπόριο και τις επιστήμες, την επιχειρηματικότητα και την άλλη αντίληψη για ποιότητα ζωής που φέρανε μαζί τους από την ευλογημένη Ιωνική γη, και που έδωσαν μια νέα αναζωογονητική ώθηση στο πληγωμένο και παραπαίον Ελληνικό κράτος.

Η προσαρμογή στην νέα πραγματικότητα δεν υπήρξε πάντα δίχως προβλήματα. Όπως προαναφέρθηκε, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστο η αίσθηση της ξενιτιάς υπήρξε διάχυτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί ξεριζωμένοι δήλωναν για χρόνια προσωρινά διαμένοντες στην Ελλάδα, και ως μόνιμη την κατοικία που άφησαν στις χαμένες πατρίδες τους. Οι δυσκολίες πολλές. Οι συνθήκες διαβίωσης συχνά άθλιες, καθώς η περιβόητη «ανταλλάξιμη περιουσία», την οποία δικαιούντο βάσει διεθνών συνθηκών, στο μεγαλύτερο μέρος της καταφαγώθηκε από τα κοράκια του κρατικού μηχανισμού. Όμως το προσφυγικό στοιχείο στην Ελλάδα αποδείχθηκε ανώτερο των περιστάσεων και των δυσχερειών, και ρίζωσε και ευδοκίμησε.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην αναγέννηση της τέχνης, κοσμικής και εκκλησιαστικής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Μέγα Φώτιο του 20ου αιώνα, τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου και το αξεπέραστο έργο του; Και ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να παραβλέψει τους Πολίτες και Σμυρνιούς μουσικούς, χάρη στους οποίους η χώρα μας απέκτησε μουσική για τα λαϊκά στρώματα;

Ωστόσο, όλες αυτές οι παράπλευρες ευεργετικές συνέπειες της καταστροφής των καταστροφών τίποτε δεν αφαιρούν από την τραγικότητά της. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, που από το 1453 κοιμόταν, περιμένοντας την ώρα της λευτεριάς, πέθανε κάπου εκεί στην προκυμαία της Σμύρνης, με χιλιάδες άλλους Χριστιανούς. Η Ελλαδίτσα μας, έντιμος, πλην μικρή και ασήμαντη θα συνεχίσει για πολλά χρόνια ακόμα να είναι ο καρπαζοεισπράκτορας των δυνατών της γης. Και η εικόνα της Σμύρνης που καίγεται, η θλιβερότερη εικόνα σε όλην την ελληνική ιστορία, θα συνεχίζει να υγραίνει τα μάτια μας και να στοιχειώνει τις καρδιές και τα όνειρα όλων μας.

Χάθηκαν λοιπόν όλα; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ο ποιητής, πιστός στην δύναμη του έθνους για αναγέννηση λέει ότι την Ρωμιοσύνη δεν πρέπει να την κλαίμε. Ή τουλάχιστο, αν πρέπει να κλάψουμε για τις συμφορές που πέρασαν, άλλο τόσο πρέπει, και ως χρέος ιερό στις χιλιάδες των νεκρών εθνομαρτύρων, να θηρεύουμε τις προκλήσεις που ανοίγονται διάπλατα μπροστά μας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωμιοσύνη είναι κυρίως όχι ένας τόπος, αλλά ένας τρόπος ζωής. Είμαστε ένας λαός της μνήμης, αλλά και ένας λαός που δεν μας ταιριάζει να είμαστε μικροί και ασήμαντοι. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε δίχως μια Μεγάλη Ιδέα, και δίχως μια διαχρονική Ιστορική Συνείδηση. Το νέο ρευστό σκηνικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς πραγματικότητας προσφέρει το ιδανικό έδαφος γα την καλλιέργεια και την ευδοκίμηση της Νέας Μεγάλης Ιδέας, ιδέας προσφοράς, ανανέωσης και πρότασης ζωής στον σύγχρονο κόσμο. Και αν θέλουμε να ονομαζόμαστε γένος ιστορικό και σπουδαίο, τότε ας αναζητήσουμε και ας χτίσουμε την Μεγάλη αυτή Ιδέα που θα μας κρατάει ζωντανούς στους αιώνες που έρχονται, και ας διδάξουμε τις αξίες που την συνθέτουν, μαζί με την ιστορική μας κληρονομιά στις γενιές που ακολουθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: