14 Δεκεμβρίου, 2007

Πολιτεία ή «πλειοψηφία»;

Στα κοινά το θεμελιωδώς ζητούμενο δεν είναι η Δημοκρατία, και φυσικά δεν είναι ούτε και η ποικιλοτρόπως νοθευμένη «Δημοκρατία» των ημερών μας. Πρωτίστως το ζητούμενο είναι η Πολιτεία, το ψυχοπόνεμα της κοινής μας μοίρας, η αίσθηση ευθύνης για την κοινή μας πορεία. Έννοια ξεχασμένη, αραχνιασμένη η Πολιτεία, κανείς πια δεν μιλάει για αυτήν, κι όμως δίχως αυτήν ο,τιδήποτε άλλο στον κοινό μας βίο στερείται νοήματος.

Πολιτεία θα πει το εγώ να υποκλίνεται ταπεινά στο εμείς. Θα πει το δούναι να προτάσσεται του λαβείν. Θα πει ανάληψη της ευθύνης από τον καθένα σύμφωνα με το μερίδιό του, ανάληψη πραγματική, κι όχι στα λόγια. Θα πει ολοκληρωτική ένταξη του ατόμου στους Θεσμούς, όχι σε τίποτα άνωθεν ή έξωθεν επιβεβλημένους νόμους, αλλά στα θέσμια της εν ελευθερία αυτονομίας μας.

Κάποτε, πολύ παλιά –ποιος τα θυμάται πια αυτά- η Πολιτεία νοηματοδοτούσε την ζωή των προγόνων μας, ανεξάρτητα από το επιμέρους μοντέλο διακυβέρνησης και διαχείρισης. Και ήταν τόσο στέρεη αυτή η νοηματοδότηση, που η εσχάτη των ποινών συνήθως δεν ήταν άλλη από την εξορία, τον εξοστρακισμό. Το έσχατο κατάντημα ήταν να είσαι «άπολις». Η χειρίστη βρισιά να σε αποκαλούν «ιδιώτη», ή «αχρείο», άχρηστο δηλαδή για το κοινό καλό. Ποιος τα θυμάται όμως πια αυτά;

Και κυρίως, ποιος τα διδάσκει στα παιδιά μας; Στα παιδιά μας τα ταμπουρωμένα πίσω από δυο λουκέτα και μια πρόχειρα φραγμένη είσοδο σχολείου, αλλά πρωτίστως πίσω από τον μηδενισμό, την υπερφίαλη έπαρση και την ανευθυνότητα που εμείς, οι οικτρά αποτυχημένοι 40άρηδες γονείς φροντίσαμε να τους εμφυσήσουμε. Στα παιδιά που αντίς για γνώση εννοούν την κατάρτιση, την χρηστική εκμάθηση και την προετοιμασία για τις εξετάσεις. Στα παιδιά που τα ψυχανωμαλιάσαμε με τις δικές μας νοσηρές εμμονές στις αριθμητικές βαθμολογίες και στο κατινίστικο καραγκιόζεμα του διαγκωνισμού για την «σημαία». Στα παιδιά που κανείς δεν τους δίδαξε πως το «χρήσιμο» δεν είναι πάντα και ωφέλιμο, πως η γνώση δεν οδηγεί απαραίτητα και στην σοφία, πως ο μόχθος τους δεν συνιστά κατ’ ανάγκη και μαθητεία. Στα παιδιά που ακόμα μπορούν και οσμίζονται πως κάτι δεν πάει καλά, ή καλύτερα πως τίποτα δεν πάει καλά, αλλά ελλείψει εμπειρίας δεν μπορούν να διακρίνουν καθαρά τι είναι αυτό. Στα παιδιά που, στερημένα από το χάδι μας, και παραμπουκωμένα από την υλική αφθονία της απουσίας μας, αποπειρούνται «σχέσεις» από τα 13 τους, αλλά Σχέσεις ίσως δεν καταφέρουν ποτέ να συνάψουν. Που τρέχουν στα ωδεία, στα μπαλέτα, στα χορευτικά, στα καλλιτεχνικά, αλλά για την υψηλή Τέχνη της Αγάπης και της συνύπαρξης ουδέποτε έχουν ακούσει.

Στα παιδιά που ποτέ δεν διδάχθηκαν ότι «πλειοψηφία» δεν σημαίνει πάντα δημοκρατία, και οπωσδήποτε όχι απαραίτητα και πολιτεία. Που αντ’αυτού τους πείσαμε ότι φτάνει μια προσχηματική πλειοψηφία, και ενίοτε περιττεύει και αυτή, για να στερήσουν την παιδεία από τους συμμαθητές τους κι από τους εαυτούς τους. Άποψη που υποστηρίζεται όχι από κανέναν άξεστο επαρχιώτη, αλλά από τα πλέον επίσημα χείλη, και δη από τον ίδιο τον Αξιότιμο κ.κ.Υπουργό Εθνικής (παρα;)Παιδείας και Θρησκευμάτων, όταν δηλώνει δημοσίως κι ευθαρσώς ότι οι αποφάσεις των μαθητών για καταλήψεις των σχολικών κτηρίων είναι απολύτως σεβαστές, αρκεί να έχουν ληφθεί κατά πλειοψηφία(!!!).

Και το χειρότερο δεν είναι οι χαμένες ώρες διδασκαλίας των γνωστικών αντικειμένων, που ούτως ή άλλως χάνονται μες την μπαχαλώδη ανοργανωσιά του Υπουργείου (παρα;)Παιδείας, αλλά η συστηματικότατα μεθοδευμένη διδασκαλία της αυθαιρεσίας και της ετσιθελικής κατάλυσης των θεσμών. Τα παιδιά μας μαθαίνουν ότι η παιδεία είναι απλά ένα ακόμα δικαίωμά τους, που αν θέλουν το αποποιούνται ή και το αφαιρούν από τους συνομηλίκους τους. Κι όμως πρώτα απ’ όλα είναι υποχρέωσή τους απέναντι στην ίδια τους την προκοπή. Πείθονται πως μπορούν ατιμωρητί να καταλύουν τους θεσμούς, ειδικά με το πρόσχημα την δυσλειτουργίας τους. Κι όμως αυτό που μας καθιστά κοινωνία πολιτισμένη δεν είναι η απολύτως εύρυθμη λειτουργία των θεσμών μας, αλλά η ίδια τους η ύπαρξη.

Ύπουλη συνιστώσα του προβλήματος η διακριτική κι αθόρυβη παραμονή της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης στο περιθώριο των γεγονότων. Ουδείς διανοείται να διαταράξει την γαληνοτάτη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, όσο κι αν κατ’ επίφαση εναντιώνεται στην λογική τους, όσο κι αν κόπτεται για την δημόσια, «δωρεάν» (συγγνώμη, διάλειμμα για αυθόρμητα γέλια) παιδεία. Κι υπερκείμενη του αθλίου και θολού αυτού σκηνικού η ευλογούσα Δεξιά (χειρ) του Υπουργείου (παρα;) Παιδείας. Ευλογούσα την κατά παραγγελία και κατά πλειοψηφία προαποφασισμένη κατάλυση των θεσμών.

Τα συμπεράσματα δικά σου, ώ αναγνώστα. Τα δικά μου όχι πως τα κρατώ κρυφά, αλλά αρκετά σου μαύρισα την καρδιά, νομίζω.

24 Μαΐου, 2007

Αδόλφος, ο Μέγας αδικημένος.

Είναι ίδιον των μεγάλων ανδρών (μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία) να προηγούνται της εποχής τους, κι ως εκ τούτου συχνάκις να παρεξηγούνται από τους συγχρόνους τους, οι οποίοι εν μέσω μυωπικής πεζότητας αδυνατούν να τους καταλάβουν. Έτσι η αξία των μεγάλων ανδρών (και ισαρίθμων γυναικών -για να είμαστε και κατά Ρεπούση politically correct) αναγνωρίζεται πολύ αργότερα.

Λοιπόν και ο Αδόλφος ο Μέγας, ο πολιτικός και πνευματικός ηγέτης του 3ου Ράιχ, ο καθοδηγητής και διαφωτιστής, ο καταυγάσας την εικοστοαιωνική ανθρώπινη σκέψη, επιτέλους δικαιώνεται μετά βαΐων και κλάδων 6 δεκαετίες μετά θάνατον. Και μάλιστα από εκεί που κανείς δεν θα το περίμενε, από την Επιτροπή Βιο-ηθικής της Πλησιοαφρικανικής "Δημοκρατίας" της Ψωροκώσταινας (Π."Δ".Ψ.), η οποία Ψωροκώσταινα μάλιστα 2-3 γενεές νωρίτερα (όσο διατηρούσε ακόμα το παρατσούκλι "Ελλάς") τον είχε τόσο άδικα παρεξηγήσει και πολεμήσει. (Κάτι που εντέχνως και δολίως αποκρύπτει το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' δημοτικού.)

Διότι, ως γνήσιοι φορείς της μετα-νιτσεϊκής κοσμοθεώρησης, οι θύραθεν θιασώτες του θείου Φρίντριχ, οι σαφώς εμφορούμενοι από το νεοταξικό ιδεώδες του Υπερ-ανθρώπου, κατόπιν πολλής και σοβαρής περισκέψεως απεφάνθησαν ότι είναι όχι μόνο θεμιτό, αλλά μάλλον (εκ των συμφραζομένων των) και επιβεβλημένο να θανατώνεται εν τη γενέσει κάθε ανθρώπινο ον, το οποίο φέρει συγγενείς χρωμοσωματικές "ανωμαλίες", όπως άλλωστε επιτάσσει η ευγονική εξέλιξη του είδους.

Φυσικά δεν το λένε έτσι. Αυτό έλλειπε. Αντ' αυτού μας λένε ότι είναι απάνθρωπο να αφήνουμε να γεννηθεί ένας άνθρωπος που θα ταλαιπωρείται ισόβια, ο καημένος, από κάποια ανίατη κληρονομική ασθένεια, και άρα του κάνουμε και χάρη αν τον σκοτώσουμε ενόσω βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή ηλικία. Λες και είχαν κανένα ζόρι οι νεοταξικοί καραγκιόζηδες για την δυστυχία του διπλανού τους. Μην τρελαθούμε κιόλας!

Δεν μας λένε όμως γιατί δεν θάπρεπε να κάνουν το ίδιο και σε όσους βρίσκονται ήδη εν ζωή και έχουν ενηλικιωθεί (πάσχοντες από μεσογειακή αναιμία, σύνδρομο ντάουν, εκφυλιστικές ασθένειες, τετραπληγικούς, αναπήρους-θύματα ατυχημάτων, κλπ). Γιατί να υποφέρουν οι δύσμοιροι; Να τους στείλουμε όλους στους θαλάμους αερίων, όπως ακριβώς έκανε και στα ανθρώπινα "απόβλητα" του Γ' Ράιχ και ο Αδόλφος ο Μέγας, ο δια της εν λόγω Επιτροπής επιτέλους καταξιωθείς, να ησυχάζουμε από αυτούς, κι αυτοί από εμάς, και να έχουμε κάνει και την καλή πράξη της ημέρας, ως γνήσια (νεοταξικά) προσκοπάκια. Η ίδια η δική τους συλλογιστική, με αυτοσυνέπεια προεκτεινόμενη, αυτό επιβάλλει.

Ένα τολμηρό στριπτήζ όμως θα δείξει ότι αυτό που τους ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά και μόνο η οικονομική επιβάρυνση των (ολοένα και πιο ιδιωτικοποιημένων) ταμείων υγείας και προνοίας. Οι "ανθρωπιστικοί" λόγοι που επικαλούνται είναι στην ουσία τους στυγνά οικονομικοί. Ένας άνθρωπος με μεσογειακή αναιμία είναι φύρα για την οικονομία μας, άρα τον σκοτώνουμε. Έτσι, ωμά, απλά, ξεκάθαρα.

Δεν μας το λένε βεβαίως έτσι ακόμα, γιατί αυτό θίγει την φλούφλικη, μανταμίστικη αισθητική μας, προκαλεί φρίκη. (Για πόσο ακόμα; άλλωστε ο φόνος ενός εμβρίου δεν προξενεί πια καμμιά εντύπωση) Ξεκινούμε προς το παρόν με τις αμβλώσεις "για λόγους υγείας" και θα φτάσουμε κι εκεί σιγά-σιγά, η αρχή έχει γίνει. Η πόρτα ξεκλείδωσε με την αμφισβήτηση της ανθρώπινης ζωής ως αυταξίας. Πλέον το να ανοίξει διάπλατα είναι θέμα χρόνου. Για τους νεοταξίτες ο άνθρωπος δεν έχει αξία ως πρόσωπο και εικόνα Θεού, ως κάτι το ίδιο με εμάς, με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, αλλά εντελώς χρηστικά, ως καταναλωτική και παραγωγική μονάδα. Το μέλλον προδιαγράφεται εφιαλτικό.

Και δυστυχώς, μακάρι να ήταν μόνο αυτά τα κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης της ανθρώπινης ζωής. Το τραγικότερο είναι πως η συλλογική συνείδηση έχει τόσο πολύ αμβλυνθεί, ώστε σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις τίθεται δίλημμα άμβλωσης για λόγους υγείας. Ο κανόνας είναι ότι σκοτώνουμε τα παιδιά μας απλά και μόνο επειδή δεν τα θέλουμε στη ζωή μας, επειδή τα θεωρούμε εμπόδια στην δική μας "ευτυχία", όπως αρεσκόμαστε να αποκαλούμε τον ευδαιμονιστικό μικρο-παράδεισο που έχει ο καθείς κατά νου.

Γιατί ευτυχία δεν είναι για εμάς το διακύβευμα της άνευ όρων αγάπης με όλους τους συνανθρώπους, αλλά ειδικότερα με τα παιδιά μας, το ανιδιοτελές ευωδιαστικό άδειασμα του εαυτού μας στους γύρω μας. Ευτυχία ονομάζουμε την υπερτροφία του ναρκισσισμού μας, την θεμελιωμένη επί πτωμάτων. Το πανταχόθεν λιβανιζόμενο ατομικό Εγώ. Κι επειδή ενδεχομένως ένα παιδί θα βλάψει την καριέρα μας, το ηδονιστικό βόλεμά μας, το κατινίστικο ίματζ μας, επειδή θα κατεβάσει από το βάθρο του τον κακομαθημένο ναρκισσισμό μας, θα μας καθίσει αμείλικτα μπροστά στον καθρέφτη των ευθυνών μας, γι’ αυτό και το καταδικάζουμε: Εις θάνατον! Με συνοπτικές διαδικασίες δίκης-παρωδίας. Και το εκτελούμε. Ψυχρά.

Αφού αυτοί που θεωρούμε εμείς ότι περισσεύουν, οι παρείσακτοι στη ζωή μας θανατώνονται εν ψυχρώ, ως μη δικαιούμενοι μια (αυτονόητη) θέση που αξιωματικά έχουν, τότε για τους άλλους, για τους γενετικά ατυχήσαντες, για τα εν δυνάμει βαρίδια του ούτως ή άλλως σακατεμένου ασφαλιστικού συστήματος, ποια μπορεί να είναι η απόφαση εκ μέρους της αξιοτίμου Επιτροπής Βιοηθικής της μη έχουσας ιερό και όσιο; Εις θάνατον!

Το ερώτημα όμως, πέρα από τις όποιες εισηγήσεις της όποιας επιτροπής της όποιας Πλησιοαφρικανικής "Δημοκρατίας" της Ψωροκώσταινας, τίθεται αμείλικτο, και θα τίθεται πάντα έτσι: Είναι ή δεν είναι η ανθρώπινη ζωή αδιαπραγμάτευτη; Ναι ή όχι;

ΥΓ: Θερμά συγχαρητήρια και τιμή παλικαρίσια αξίζει στον κ. Ρουπακιά, μέλος της επιτροπής, ο οποίος ρητά διαχώρισε την θέση του.

Για τις λεπτομέρειες: http://www.bioethics.gr

17 Απριλίου, 2007

Η καθ’ημάς εικόνα της Ανάστασης - Απρ'04

Η καθ’ημάς εικόνα της Ανάστασης
Μέρες χρονιάρες που είναι παρατηρεί κανείς την έντονη ενασχόληση (όχι πάντα εύστοχη) των ηλεκτρονικών ΜΜΕ με το μεγαλοβδομαδιάτικο κλίμα. Εξαιρουμένων των σταθμών του Περισσού, που απλά το ψαύουν (βεβαίως-βεβαίως, μην προδίδουμε και τις αραχνιασμένες αρχές μας). Το κακό στην υπόθεση είναι ότι πλείστα όσα των προβαλλομένων είναι αμερικανοευρωπαϊκής προελέυσεως, άσχετα παντελώς με την δική μας οπτική του Πάθους και της Αναστάσεως. Εκπομπές που απηχούν την Δυτική Σωτηριολογική αντίληψη του Πάθους ως εξόφληση της προσβολής σε έναν Σαδιστή και Εμπαθή Πανάγαθο (κατά τα άλλα), αντίληψη πάνυ νηπιώδης, εννοούσα την σχέση Ανθρωπίνου και Θείου καθαρά ανταποδοτικά, ως εμπορική συναλλαγή ή δικανική διεκπεραίωση. Στον αντίποδα η καθ’ημάς Σωτηριολογική αντίληψη της Ανάστασης, ως αφθαρτοποίησης της προσληφθείσας ανθρώπινης φύσεως. Η αγάπη απέναντι στην ενοχή, η αγαπητική συγχώρεση απέναντι στην εμποροδικανική ανταπόδοση. Η λυτρωτική χαρμολύπη απέναντι στην Δαντική γελοιο-κατάθλιψη.
Πρόδηλα εμφανής η διαφορετική αυτή υπαρξιακή τοποθέτηση στη λειτουργική εικονογραφία. Ο εκ της Εσπερίας Κύριος βγαίνει θριαμβευτής, τσαμπουκαλίδικα από τον Τάφο, ισοπεδώνοντας και κανα δεκαριά στρατιώτες, έτσι, για το εφέ και το γινάτι. Ο άλλος Κύριος, Ανατολίτης, δεν ασχολείται πια εκδικητικά με τους δημίους Του. Έχει κατέβει στον Άδη, ανασκουμπώνεται και πιάνει δουλειά. Αρπάζει την ανθρώπινη φύση, την δική Του ανθρώπινη φύση, αλλά και όλων των άλλων ανθρώπων (στο πρόσωπο των πρωτοπλάστων) και την βγάζει από τον βούρκο όπου σάπιζε, την παίρνει μαζί Του, στην Αθανασία. Ο Ευρωπαίος Κύριος βγαίνει από το μνήμα θριαμβευτής ως Θεός, παραβιάζοντας θύρες ανοικτές, καθότι τι πιο αυτονόητο για έναν Θεό απ’το να μην πεθαίνει! Ο άλλος, ο Ανατολίτης, κατεβαίνει στον Άδη και ως Άνθρωπος, γιαυτό και συμπαρασύρει και όλο το γένος των ανθρώπων μαζί του, είναι Ένα με αυτούς, είναι δικός τους, γιαυτό και τους ανασύρει από την μακάβρια λήθη. Ο Ευρωπαίος είπε «τετέλεσθαι» και ξεπλήρωσε τον Σαδιστή Πανάγαθο Πατέρα και κάλεσε όλους να υποφέρουν σαν κι Αυτόν για να εξευμενίσουν την Πατρική Ψυχοπαθογένεια, και να τύχουν την ποθουμένης ατομικής ανταπόδοσης. Ο Ανατολίτης λέει «τετέλεσθαι» κι εννοεί «όλα αρχίζουν τώρα». Αρπάζει τα δισεκατομμύρια των προσληφθέντων ανθρώπων και τα καλεί να πουν «ναι» στην Αγάπη, αυτό μόνο το Μεγάλο Ναι. Όλοι μαζί! Κι ο κόσμος όλος να σωθεί ή να χαθεί μαζί τους.
Ο Ευρωπαίος έκανε το χρέος του, δεινοπάθησε, ξεπλήρωσε το άχθος, και περήφανος (αλλά και μόνος, μονότατος) ανεβαίνει ως Θεός, εφετζίδικα, με λάβαρα και δόξες εκεί όπου είναι η θέση Του, ψηλά, δίπλα στον –εξευμενισμένο πια- Πατέρα. Η γή δεν τον κρατάει. Ο Άλλος, αυτός ο άλλος ο Ανατολίτης, έχει ακόμα πολλή δουλειά μπροστά του. Τα Πάθη δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή. Θέλει κι Αυτός να ανέβει στον Πατέρα, αλλά όχι μόνος, ποτέ μόνος, αλλά με όλους όσους αγάπησε αυτός, ο Ανατολίτης μανικός Εραστής, με όσους είπαν το Μεγάλο «Ναι» στον Μεγάλο Έρωτα. Γιαυτό και κοιτάει ξωπίσω, κατεβαίνει στον Άδη, κι αρπάζει τους αγαπημένους. Μην μείνει κανείς στην σκοτεινή φυλακή. Και είναι ταπεινός στον θρίαμβό του, σκυφτός, καταδεχτικός, όπως και πάντα. Δεν κρατά λάβαρα, αλλά σταυρό, πάντα σταυρό, και απλώνει το χέρι ταπεινά, σχεδόν ζητιανικά, να αρπάξει τον Άνθρωπο, να ανέβουν μαζί στον Πατέρα.
Αυτήν την Ανάσταση όχι μόνο του Θεού αλλά και του Ανθρώπου γιορτάζουμε αυτές τις μέρες. Και γιαυτό η εικόνα μας η Ορθόδοξη είναι καμωμένη έτσι, εικόνα που βγήκε μέσα από την συλλογική μας συνείδηση ως Σώμα Χριστού αναστημένου, και που δεν φέρει την υπογραφή κανενός επωνύμου καλλιτέχνη, αλλά την πνευματική υπογραφή όλων μας. Η άλλη εικόνα, η Φραγκολατίνικη, υπογεγραμμένη στις διάφορες εκδοχές της από καλλιτέχνες-φίρμες, (υποκείμενη ως εκ τούτου στα βαρβαροειδώς νοούμενα πνευματικά δικαιώματα) ίσως να μην βγει ποτέ από τις εκκλησιές μας, όπου ρίζωσε. Μα θα βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει πάντα ότι η πνευματική υποταγή στην Παπική Δύση μπορεί κάλλιστα να γίνει και χωρίς να το πάρουμε ποτέ μυρουδιά. 



Αγιογραφικοί προβληματισμοί τον 21αι - Απρ'07

Αγιογραφικοί προβληματισμοί τον 21αι

Με αφορμή το άρθρο του Καθηγητού κ. Δημητρίου Τριανταφυλλόπουλου στην «Μακεδονία» της προηγούμενης Κυριακής (25-3), παραθέτω τα δικά μου σχόλια, δηλωτικά μιας άλλης οπτικής επί του θέματος.

Όταν κανείς μιλάει για μια τέχνη παραδοσιακή, όπως η δική μας λατρευτική ζωγραφική, γνωστή και ως «αγιογραφία», αλλά και κάθε άλλη παραδοσιακή τέχνη, πρέπει πάντα να έχει υπ’ όψιν ότι πρόκειται για τέχνη κοινοτική και όχι ατομική. Το δημιουργό και αιτιώδες υποκείμενο της τέχνης δεν είναι ο ζωγράφος, ο ποιητής, ο τραγουδιστής, ο συνθέτης, ο ναοδόμος, ο αρχιτέκτονας, ο οργανοπαίκτης, ο χορευτής, αλλά ο λαός. Η τέχνη πηγάζει από τον λαό, και απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτόν, προκειμένου να εκφράσει με τα εκάστοτε διαθέσιμα μέσα, κι όσο πιο «τεχνικά» μπορεί, τις αλήθειες του, κι εδώ ειδικότερα την εκκλησιαστική Αλήθεια.

Αυτή είναι και η θεμελιώδης διαφορά μας με την τέχνη, εν προκειμένω την εικαστική (δίχως βλάβη της γενικότητας) που αναπτύχθηκε στην Δύση, και μάλιστα από την αναγέννηση και ύστερα, ότι δηλαδή εκεί το υποκείμενο της δημιουργίας είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ως άτομο διακριτό από την κοινωνία που τον εξέθρεψε. Χαρακτηριστικά, οι ζωγράφοι της Δύσης πάντα υπογράφουν τα έργα τους, κάτι που οι Ρωμιοί το αποφεύγουν, κι όταν το κάνουν, πάντα αυτό γίνεται εν πλήρει ταπεινώσει, «διά χειρός τάδε, τάχα και ζωγράφου». Δεν είναι υποκριτικός ευσεβισμός, αλλά συνειδητή στάση ζωής.

Με τα ανωτέρω νοούμενα ως θεμελιώδη (ειδεμή η περαιτέρω ανάγνωση του παρόντος στερείται νοήματος) βλέπει κανείς υπό άλλο, εναλλακτικό πρίσμα, το άρθρο του Καθηγητού κυρίου Τριανταφυλλόπουλου, και σε κάποια σημεία οφείλει να παραθέσει μιαν άλλη οπτική:

Για παράδειγμα, το ότι δεν θεσπίστηκαν κανόνες επί Βυζαντίου (μήπως Ρώμης καλύτερα;) σχετικοί με την τεχνική της λατρευτικής ζωγραφικής δεν έχει να κάνει με την δυτικοτρόπως νοουμένη «πλήρη ελευθερία στον ζωγράφο», αλλά με το γεγονός ότι ουδέποτε υπήρξε χρεία τέτοιων κανόνων, δεδομένου ότι κανένας από τους παλαιούς τεχνίτες δεν διανοήθηκε να εικονίσει κάτι διαφορετικό από τα κοινώς παραδεδεγμένα της εποχής και της κοινωνίας του. Το ύφος ήταν δεδομένο, η θεματολογία το ίδιο, άρα ο τεχνίτης «δάνειζε» την τέχνη του στην κοινότητα (δια χειρός...) προκειμένου αυτή να εκφραστεί εικαστικά, αναφορικά προς την αλήθεια της και ανάλογα με τα δικά της αισθητικά κριτήρια. Είναι χαρακτηριστικό και πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα, το ότι ενώ μετά την εικονομαχία είχαμε άριστους τεχνίτες της ζωγραφικής τέχνης, ωστόσο δεν βρίσκουμε σημαντικές τεχνοτροπικές αποκλίσεις στα έργα που μας άφησαν (πολλά από αυτά ανώνυμα). Γιατί άραγε;

Αυτό προφανώς δεν συνέβαινε από άγνοια ή ανικανότητα των τεχνιτών, αλλά από ταπείνωση. Ακόμα και οι διαφορετικές «σχολές», όρος αδόκιμος κι επίφοβος σήμερα για εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων, απηχούσαν διαφορετικές «αποχρώσεις» στην αισθητική της κάθε εποχής. Θα πάρει καιρό για κάποιον φρεσκομυημένο στην λατρευτική ζωγραφική τέχνη να αντιληφθεί ότι η λεγόμενη «μακεδονική» και η λεγόμενη «κρητική» σχολή ποτέ δεν συνυπήρξαν, αλλά η μια προϋπήρξε της άλλης.

Κι ότε-αν αργότερα επιχειρήθηκε να επιβληθούν κάποιοι κανόνες, αυτό έγινε εξαιτίας δυτικότροπων επίδρασεων (μιλούμε πια για βενετο-τουρκοκρατία) και σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασωθεί το παλιό εικονογραφικό ήθος. Όσο για τους όποιους κανόνες θέσπισε στην Δύση η «αντιμεταρρυθμιστική» Σύνοδος του Τριδέντου, αυτή ως μετασχισματική και επιπλέον τελούσα όχι εν ελευθερία, αλλά εν παπική τυρρανία, μας αφήνει παγερά αδιάφορους ως Εκκλησία.

Ερχόμενοι στον Κόντογλου, πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατάγεται από την Ιωνία, και άρα γαλουχήθηκε με μιαν άλλη εκκλησιαστική νοοτροπία, εγγύτερη προς το κοινοτικό αίσθημα, και πάντως ξένη προς την Νεοελληνική εκκλησιαστική μετα-βαυαρική νοσηρότητα. Από την δική μου οπτική γωνία αδυνατώ να διακρίνω οιασδήποτε μορφής επιβολή καθεστώτος «νεοβυζαντινισμού» εκ μέρους του κυρ-Φώτη. Το αντίθετο, ο ίδιος πάλεψε σκληρά για να διαδώσει την παλαιά εκκλησιαστική αισθητική και να θωρακίσει -κυριολεκτώ-την εικαστική μας τέχνη από τις δυτικές νατουραλιστικές επιδράσεις, τις οποίες και αγωνίστηκε μια ζωή να απομυθοποιήσει.

Επίσης, αν και ορθά αναφέρεται ότι απορρίπτει (το «καταδικάζει» μάλλον υπερβολικό ηχεί) την μηχανική αντιγραφή των εικόνων, ωστόσο η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς από όσα μας άφησε είναι ότι πολύ περισσότερο αποστρέφεται μετά βδελυγμίας την άκριτη νεωτερικότητα και την προβολή του ατομικού «ταλέντου» του ζωγράφου, κατά παράβαση της παραδεδεγμένης αισθητικής του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό που ο κυρ-Φώτης πάντα έλεγε ήταν ότι ο τεχνίτης πρέπει να σπουδάζει την παράδοση με ταπείνωση και μαθητεία επί μακρόν, και με διάθεση αυτο-υποταγής στην λαϊκή παράδοση, και αφού την έχει χωνέψει καλά, τότε μόνο να τολμήσει να βάλει τον προσωπικό του χαρακτήρα στα έργα του. Τέλος, νομίζω ότι είναι παραπλανητικό να χρησιμοποιείται η καταδίκη της οκνηρίας από την Εκκλησία (παραβολή του κρυμμένου ταλάντου) ως αντεπιχείρημα, προκειμένου να εμφανιστεί ο σεβασμός των παραδεδομένων ως προϊόν ραθυμίας και όχι ως φιλότιμη αξιοποίηση του δοθέντος ταλάντου (η εμπειρία βέβαια δείχνει ότι ποτέ το τάλαντο ενός χαρισματούχου τεχνίτη δεν μένει θαμμένο). Στην πραγματικότητα, αυτό που δεν αντέχει η εκκλησία είναι η ανάδειξη της ατομικής αρετής (εν προκειμένω της εικαστικής δεινότητας του καλλιτέχνη) έξω από την συλλογική εμπειρία της Αλήθειας από το εκκλησιαστικό σώμα (εν προκειμένω την εκάστοτε «λειτουργική αισθητική» του σώματος)

Δεν είναι ψέμα ότι σήμερα η εκκλησιαστική εικαστική τέχνη υποφέρει από κακής αισθητικής «πιστά» αντίγραφα παλαιοτέρων έργων, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την «οκνηρία» των τεχνιτών, όσο με την φτηνιάρικη εργολαβική νοοτροπία της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής. Η νοοτροπία αυτή έχει ποτίσει γενικότερα την εκκλησιαστική μας τέχνη, δυστυχώς. Ας φέρουμε μόνο κατά νου τα σημερινά εκ παντογράφου ξυλόγλυπτα στασίδια, τα «επιχρυσωμένα» χυτά καντήλια, τους μπετόν-αρμέ ναούς, κλπ.

Με βάση τα παραπάνω νομίζω ότι κανείς πρέπει να σταθεί επιφυλακτικά απέναντι και στο συγκεκριμένο έργο του δρ. Κωνσταντίνου Βαφειάδη στην Αξιούπολη. Όχι γιατί στερείται καλλιτεχνικής αξίας, κάθε άλλο, αλλά γιατί οι καινοτομίες που επιχειρεί είναι αρκούντως τρανταχτές, ώστε να μην συνιστούν εξέλιξη, παρά ασυνέχεια στην εικαστική μας παράδοση. Ακραίες -για εμάς- εικαστικές λύσεις, όπως π.χ. η εισαγωγή της τρισδιάστατης προοπτικής, θα πρέπει να δοκιμαστούν επί μακρόν προτού επιχειρηθεί να εισαχθούν ως μνημειακή ζωγραφική, και πολύ περισσότερο ως λατρευτικά αντικείμενα στους ναούς. Θα μπορούσε για παράδειγμα ο ζωγράφος να οργανώσει προσωπικές του εκθέσεις, όπου θα παρουσίαζε την δική του άποψη. Αυτό θα ήταν πιο ανώδυνο και για το φιλότεχνο κοινό, και για τον ίδιον, και σαφώς τιμιότερο και αποτελεσματικότερο. Εκεί κάθε κριτική θα κινούταν σαφώς σε άλλο επίπεδο...

Επιπλέον, αυτό που προβληματίζει εντονότατα είναι το είδος και η ποιότητα της κριτικής που ασκήθηκε στην εικονογράφηση της Αξιούπολης, τόσο από τους (τελούντες εν μεσονυκτίω) υπο-δημοσιογράφους των μίντια, όσο δυστυχώς και από «εκκλησιαστικούς κύκλους», κριτική που προδίδει ότι δεν κατέχουν το θέμα για το οποίο ομιλούν. Και (το χειρότερο) προδίδει ακόμα ότι και το εκκλησιαστικό σώμα έχει εν πολλοίς χάσει τα αισθητικά του κριτήρια. Άλλα είναι τα τρωτά του συγκεκριμένου έργου, κι άλλα μας κακοφαίνονται. Δυστυχώς, σε ό,τι αφορά την λειτουργική εικονογραφία τουλάχιστο, είμαστε εικαστικά αναλφάβητοι, δεν μπορούμε να «διαβάσουμε» σωστά μια εικόνα. Στέκουμε ως εκκλησία αμήχανοι απέναντι στα παραδοθέντα αφ’ ενός, κι αφετέρου στις όποιες προτεινόμενες «καινοτομίες». Είμαστε μάλλον κακοί μαθητές του κυρ-Φώτη, ανίκανοι να διαμορφώσουμε με στέρεα συνείδηση μια εικοστοαιωνική εκκλησιαστική εικαστική πραγματικότητα, σύγχρονη μεν, αλλά και οργανική συνέχεια της παλαιάς παράδοσης.

Κι όταν αποκοπείς οργανικά από την συνέχεια της παράδοσης, τότε μοιραία (κι εδώ θα συμφωνήσω με τον κύριο Καθηγητή) θα σταθείς σαστισμένη, ώ κοινωνία, απορώντας εκστατικά εμπρός σε κάθε αμφιβόλου ποιότητος «καινοτομία». Και στην προσπάθειά σου να μην χάσεις εντελώς τον μπούσουλα, θα μυρηκάζεις τις παλιές εικαστικές φόρμες με τις νέες σου μασέλες, αντιγράφοντας πινελιά προς πινελιά τις εικόνες των παλιών μαϊστόρων, πλην αδυνατώντας να διατηρήσεις ζωντανό το πνεύμα τους. Είναι η μόνη σου επιλογή, αν ποτέ μπορεί αυτό να θεωρηθεί επιλογή. Μέχρι πότε; Κύριος οίδε.

Εν Φλωρίνη,

Γιώργης Χατζής, Καθηγητής Μ.Ε, τάχα και ζωγράφος.

Το κρυφό σχολειό στον 21ο αιώνα. - Μαρτ'07


Το κρυφό σχολειό στον 21ο αιώνα.
Αναρρωτιέται κανείς σήμερα καταπού διάολο πηγαίνει αυτή η έρμη η παιδεία. Και πολύ φοβούμαι ότι το «διάολο» είναι μάλλον μέρος της απάντησης παρά της ερώτησης. Τι είδους φωστήρες ή ξόανα θα βγάζουν στο εξής οι φάμπρικες που λέγονται Ελληνικά Σχολεία;
Πολύς ο λόγος τελευταία για το βιβλίο-ανοσιούργημα της στ’ Δημοτικού. Δεν θα πώ τίποτε άλλο, σαν πολλή αξία του δώσαμε νομίζω. Ας παραδοθεί φυσικώ τω τρόπω στην χλεύη εάν μη στην λήθη των επερχομένων γενεών.
Το πραγματικό ταράκουλο όμως μου ήρθε από εκεί που, ομολογουμένως, δεν το περίμενα. Για την ιστορία ου πράγματος, πρόσφατα η θυγατέρα μου, μαθήτρια της ε’ δημοτικού, μου δήλωσε μετά πλήρους βεβαιότητος κατά την καθιερωμένη μας εσπερινή εξέταση των «αυριανών» μαθημάτων ότι το «Παρών» είναι επίθετο. Σαν κάπως αλλιώς να το θυμόμουν όμως από τα παλιά, κάτι δεν μου καλοάρεσε.
-Βρε, πουλάκι μου, για θυμήσου καλύτερα, μήπως είναι μετοχή;
-Όχι, επίθετο είναι!
-Σας το είπε η Κυρία; (τι δάσκαλοι διδάσκουν στα παιδιά μας επιτέλους;)
-Όχι, το γράφει το βιβλίο!!!
Μου ήρθε ο ουρανός σφονδύλι. Μη πιστεύων στα αυτιά μου, και φοβούμενος ότι η γεροντική άνοια με κατέβαλε ήδη από την τέταρτη δεκαετία του ματαίου μου βίου, ενόχλησα κάποιους φίλους φιλολόγους. Όλοι μου δίνανε δίκιο.
Δηλαδή, μετά την εκπόρνευση της εθνικής μας Ιστορίας, τώρα βαλθήκαμε να ξεβρακώσουμε και την γλώσσα; Δηλαδή εκτός από ανιστόρητα θα βγάζουμε και αναλφάβητα παιδιά; Ήδη την έχουμε αποψιλώσει με το μονοτονικό, ήδη έχουμε λησμονήσει προ πολλού την λόγια γλώσσα των «γραμματιζούμενων», υιοθετώντας την χωριάτικη δημοτική των εκόντως αμαθών του Περισσού και των αναλφάβητων υπο-δημοσιογράφων των μίντια. Ήδη έχουμε βαφτίσει «πρόοδο» την αμάθειά μας κι έχουμε κάνει κανόνα την αγραμματοσύνη μας, κι «απλουστεύουμε» άκριτα ό,τι μας φαντάζει περίεργο, τόσο που η λόγια γλώσσα (κι όχι απαραίτητα η καθαρεύουσα) του 19ου αιώνα μας μοιάζει σχεδόν Ομηρική.
Πολύ φοβούμαι όμως πως πίσω από αυτήν την υποβάθμιση κρύβεται μια ανομολόγητη νεοεποχική μεθόδευση άμβλυνσης της ασύμφορης για την Νέα Τάξη εθνικής συνείδησης. Έτσι παράλληλα με το ξαλμύρισμα της Ιστορίας μας, ωσάν να ήτανε μπακαλιάρος του Ευαγγελισμού, από καιρό τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη μια άνευ προηγουμένου αφαλάτωση και της Γλώσσας μας, μέσα από μια σειρά εξοργιστικών λαθών και υπεραπλουστέυσεων. Για να μην μιλήσουμε για την απροκάλυπτη πια αποφυγή ακόμα και αναφοράς στην Θρησκεία. Έτσι λοιπόν, μετά τα λάιτ διατροφικά προϊόντα ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός επιδίδεται τώρα και σε κατασκευή politically correct Έξτρα-Λάιτ Εθνικών Συνειδήσεων, χαμηλών θερμίδων και προσδοκιών, απαλλαγμένων από το αλάτι της ιστορίας, την ζάχαρη της παλιάς γλώσσας και τα στεατικά κατάλοιπα της θρησκείας.
Δεν είναι τυχαίο το περιεχόμενο του προχθεσινού μηνύματος της Υπουργού Παιδείας (και Θρησκευμάτων, βεβαίως-βεβαίως) για την 25η Μαρτίου, όπου μόλις και μετά βίας γίνεται κάποια αναφορά στην Εθνική Επέτειο, ενώ κατά τα άλλα αναλώνεται στην εξύμνηση του Ευρωπαϊκού οράματος, εξ αφορμής της επετείου της Συνθήκης της Ρώμης. Είμαι σίγουρος ότι οι επερχόμενες γενεές αυτήν την Συνθήκη και μόνο θα γνωρίζουν ως επετειακή αναφορά της 25ης Μαρτίου.
Κι αν σήμερα, στα πλαίσια της so-called «αντικειμενικής επανεξέτασης της ιστορίας» πληθαίνουν οι φωνές αμφισβήτησης της παράδοσης του Κρυφού Σχολειού, μήπως ακριβώς αυτή η παράδοση τώρα, ναι, στον 21 αιώνα μας δείχνει τον δρόμο; Μήπως θα πρέπει να αρχίσουν να λειτουργούν σήμερα «Κρυφά» Σχολειά, δηλαδή άλλα, εναλλακτικά, κέντρα παιδείας, υπηρετούμενα από αντιρρησίες συνείδησης και αρνητές της εκπαιδευτικής εξαθλίωσης, προκειμένου να περισώσουν ό,τι είναι δυνατό να περισωθεί από την ιστορική Αλήθεια και Συνείδηση του γένους;

Τα SMS και η Ιστορική Μνήμη - Μαρτ'07

Τα SMS και η Ιστορική Μνήμη

Για ακόμα μια φορά η εξόχως ανιστόρητη Δημοκρατία της Ψωροκώσταινας απέδειξε περίτρανα -όχι δηλαδή πως δεν το ξέραμε- την περιφρόνησή της στα Euros που από το υστέρημά του συνεισφέρει ο κάθε φορολογούμενος πολίτης. Κακοδιαχείριση και διασπάθιση δημοσίου και Ευρωπαϊκού χρήματος once again. Τι το ήθελε να πληρώνει «επιστημονικές» επιτροπές, παιδαγωγικά ινστιτούτα, καθηγητάδες επίκουρους -λέκτορες- τακτικούς και ατάκτους, συγγράφοντες και αξιολογούντες, προμόσιον στα κανάλια, υπουργούς, υφυπουργούς και παρακαθημένους και λοιπούς αεριτζήδες ή μη της πολύπαθης εκπαιδευτικής διαδικασίας για ένα βιβλίο, που θα μπορούσε κάλλιστα να της το είχε συγγράψει, τυπώσει και διανείμει ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ η γείτων Κεμαλική Τουρκική Δημοκρατία; Και θα μας μένανε και υποχρεωμένοι! Και θα το γράφανε και πολύ καλύτερα από εμάς ή τουλάχιστο πολύ πλησιέστερα στην δική μας ιστορική μνήμη. Και θα αποτελούσε και «μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης». Και θα ήταν και παγκόσμια πρωτοτυπία για το βιβλίο Γκίνες, και θα αποφεύγαμε και το Χρυσό Βατόμουρο του πιο κοσμοϊστορικού Αυτογκόλ στην εθνική συνείδηση… (που -εδώ που τα λέμε- είναι μακράν ηπιότερο παράσημο από αυτό της ανοιχτής παλάμης, το ρωμαίικο ντε!)

…και δε θα ήταν ανάγκη κοτζάμ υπουργείο Εθνικής Παιδείας (ΚΑΙ Θρησκευμάτων για τους επιλήσμονες της θεσμικής ορθοκανονικότητας) να τηρεί στάση αυτοδυσφημιστική, που ευθέως παραπέμπει σε πεισμωμένο συμπαθές υποζύγιο… «θα γίνει αυτό που θέλω εγώ, ο κόσμος να χαλάσει», ιν άδερ γουέρντς: «θα το φάτε το βιβλίο στη μάπα, σας αρέσει δεν σας αρέσει»…

…κι ούτε θα χρειαζόταν να αγχώνεται η –τραβάτε με κι ας κλαίω- σημερινή κάτσε καλά γκαγκάν και τάχατις Συνασπισμένη Αριστερά, η αυτοαναγορευόμενη ως Προοδευτική, μην τυχόν κι έρθει ο κόσμος ανάποδα κι αποσυρθεί ίσως το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο που τελευταίως την αναπαύει και την γαληνεύει πνευματικώς.

Διότι, αν παρακάμψουμε την πρακτική αξία ή μάλλον απαξία του εν λόγω ροχαλοπρεπούς «κουρελουργήματος» (όρος επιεικής, άρτι εφευρεθείς υπό τινος ενοχλητικού Καθηγητού), τότε σίγουρα το επίμαχο πόνημα θα ήταν για γέλια, αν δυστυχώς δεν ήταν για κλάματα.

Όπου «πρακτική αξία» βλέπε τεχνικές αστοχίες συγγραφής, όπως η αποκλειστική χρήση αφηγηματικού Ενεστώτα, παντελώς ακατάλληλου για παιδιά που καλά-καλά δεν έχουν χωνέψει τον κανονικό, τηλεγραφικές τύπου SMS (ή hes-em-es) κοφτές προτάσεις, ξερές-κατάξερες και παντελώς άνάλατες, άοσμες, άχρωμες κι άγευστες. Ρε φωστηρομπουμπούνες της επιτροπής, που ανάθεμά με κι αν μπήκατε 1 ώρα σε τάξη δημοτικού (συνολικά όλοι σας), το 11χρονο παιδί θέλει μπλα-μπλα, θέλει αφήγηση και παραμύθι, λόγο ρευστό, ζεστό και μυρωδάτο, και εύπεπτο από τις δικές του μη αφαιρετικές νοητικές δομές, όχι τα τηλεγραφήματα που του σερβίρετε. Ας μην μιλήσουμε για την συστηματική ψυχρή παράθεση ιστορικών «πηγών», που μόνο ένας έμπειρος ενήλικας με πλούσια βιώματα μπορεί να εκτιμήσει, να ζυγίσει και να ελέγξει για την αντικειμενικότητά τους.

Κι ας μπούμε και στο ψητό (που ως συνήθως καίει): βρε παγκοσμιοποιημένοι φωστηρομπουμπούνες, ποιος σας είπε ότι σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας στην ΣΤ Δημοτικού είναι η «επιστημονική» κι αμερόληπτη προσέγγιση της ιστορίας μέσω των ιστορικών πηγών; (που κι εδώ τα κάνατε σαλάτα, γιατί κάθε άλλο παρά αμερόληπτη είναι η προσέγγισή σας και η επιλογή των πηγών σας). Το Άρθρο 16 του Συντάγματος της Ελλάδος, του πλέον ξεχαρβαλωμένου κειμένου -μετά την Βίβλο- από το Προκρούστειο παρ-ερμηνεύειν κατά το δοκούν, το έχετε διαβάσει ποτέ; Γνωρίζετε ποιοι είναι οι σκοποί της εθνικής Παιδέιας, που υποτίθεται ότι υπηρετείτε; Το ότι η παιδεία «….έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες..», αυτό το αγνοείτε παντελώς; Πάρτε το χαμπάρι επιτέλους, αυτό που οφείλει να διδάσκει η πολιτεία στους μαθητές της δεν είναι τα ξεκάρφωτα ιστορικά στιγμιότυπα (κατά το δοκούν επιλεγμένα και διατυπωμένα) που σερβίρετε στα παιδιά μας, αλλά την άγνωστη για εσάς έννοια της «ιστορικής μνήμης», αυτήν που ορίζει την ταυτότητά μας, που ποτίζει και μυρώνει το είναι μας, και που χάρη σε αυτήν εξακολουθεί και πορεύεται η τάλαινα η Ψωροκώσταινα. Αν το μαθητούδι του Δημοτικού δεν καταλάβει ποιος είναι, από τι είδους προγόνους κρατάει η σκούφια του, τι αξίες του εμπιστεύτηκαν αυτοί που το γέννησαν, κι άρα καταπού πρέπει να στοχεύει για να πορεύεται, ώστε να μην γίνει χλεχλές της Νέας Τάξης, σκοτίστηκα (να μην το πω λαϊκότερα) για το αν θα γνωρίζει τα περί Γαλλικής Επαναστάσεως, περί των Αθηναϊκών καφενείων ή άλλων κατ’ ουσίαν ανουσίων ανοησιών.

Τα παιδιά πρέπει να μάθουν από τι προγόνους κρατούν, για να μην καταλήξουν παγκοσμιοποιημένα γιουσουφάκια, κι αυτό, ω φωστηρομπουμπούνες των επιτροπών, δεν τους το δίνετε. Προτιμάτε να τους λέτε ότι αυτοί «συνωστίζονταν» στην αποβάθρα της Σμύρνης για να πάνε κρουαζιέρα στα νησιά, (ή μήπως και στις πύλες του Μεσσολογίου για να πάνε για πικ-νικ;).

Παραλειπόμενο: Οι παππούδες μας πράγματι «συνωστίστηκαν», αλλά αυτό έγινε στα παγωμένα μονοπάτια των βουνών της Ανατολίας, όπου κι άφησαν τα κόκαλά τους. Εκεί σπαρμένα ασπρίζουν ακόμα. Αδιάβαστα. Και σε τόσα άλλα μέρη…Κι όσο κι αν το ποθείτε, και κουτοπόνηρα το μεθοδεύετε, δεν θα αφοδεύσουμε επάνω τους. ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ!

Μετά θλίψεως πολλής και λόγου γνώσεως

Γιώργης Χατζής

Πολίτης και Γονεύς, άμα και Εκπαιδευτικός

Περί Ιδιωτείας πόνημα. - Ιαν'07

Περί Ιδιωτείας πόνημα.

Ας φανταστούμε έναν –υποθετικό- κύριο, ντύσιμο στην τρίχα, γραβάτα οπωσδήποτε, μαλλί περιποιημένο και ύποπτο χαμόγελο, να κρατά ένα μπουκαλάκι με κάποιο «θαυματουργό» φάρμακο, γιατρικό δια πάσαν νόσον και πάσαν…Ποια τα κίνητρά του άραγε; Ή απύθμενη βλακεία, κατά το επιεικέστερον ή επικίνδυνη καιροσκοπία και απάτη, κατά το προφανέστερον. Σε κάθε περίπτωση αυτοδικαίως και τιμητικώς του απονέμεται η ανεξίτηλη ρετσινιά του τσαρλατάνου και του κομπογιαννίτη. Φυσικά κι όσοι τον πιστεύουν εξίσου αυτοδικαίως εισπράττουν ένα συμπονετικό μειδίαμα, και καναδυό ρωμαιικότατα φάσκελα, να μην τους τα χρωστάμε.

Λοιπόν τώρα, και προτού σπεύσουμε να λοιδορήσουμε τους ανωτέρω αξιοθρήνητους αφελείς, ας επεκτείνουμε λίγο τον συλλογισμό μας κι ας φανταστούμε έναν άλλον κύριο, πολιτικό αυτήν την φορά, εξίσου καλοντυμένο, κουστουμαρισμένο, ασφαλώς γραβατοφόρο, και με ένα ομοίως ύποπτο και κενό χαμόγελο (τύπου Μπλέρ, αλλά στο κατά τι πονηρότερο), να μας λέει ότι κατέχει το φιαλίδιο με το παντοδύναμο γιατρικό για την κάθε νόσο και την κάθε….που ταλανίζουνε την πτωχή μας Ψωροκώσταινα. Οι αναλογίες πασιφανείς. Μόνο που δυστυχώς στην θέση των δικαιούχων των φασκέλων είμαστε εμείς οι ίδιοι, καθώς καιρό τώρα διάφοροι κουστουμαρισμένοι γραβατοφόροι έχουν κινήσει γη κι ουρανό για να μας πείσουν ότι η «ιδιωτικοποίηση» σε κάθε την έμφαση είναι το θαυματουργό γιατρικό για κάθε κακοδαιμονία που κατατρέχει το Νεοελληνικό μας παραγκοειδές μόρφωμα. Και το κακό είναι πως εν πολλοίς το έχουν καταφέρει.

Διότι στην ουσία αυτοί οι όψιμοι μηρυκαστές του «λεσέ φερ» μας λένε (και δυστυχώς τους πιστεύουμε) ότι ο,τιδήποτε στον δημόσιο βίο παρουσιάζει συμπτώματα παθολογίας, οφείλει να ιδωτικοποιηθεί. Βλέπε ΔΕΚΟ, Τράπεζες, Πανεπιστήμια, Υγεία, και μακραίνει ο κατάλογος. Το χειρότερο είναι πως αυτό το πλασάρουν ως αυτονόητο, γουρλώνοντας τα μάτια τους από έκπληξη και καλά, αν τυχόν τους ρωτήσεις το «γιατί», λες και κατέβης από το φεγγάρι, φυσικά επειδή αδυνατούν να απαντήσουν σε αυτό το «γιατί», κι όχι γιατί αυτοί δεν έχουν, αλλά απλά γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Αλλά το ακόμα χειρότερο και τραγικότερο είναι ότι οι ίδιοι παράγουν αυτήν την παθολογία των θεσμών, εξαντλώντας όλη τους την τέχνη, για να έρθουν μετά να μας «σώσουν», φυσικά διά της ιδιωτικοποιήσεως…

…ήγουν δια της ηλιθιοποιήσεως, καθότι εξαπανέκαθεν ισχύει αφοριστικώς και αξιωματικώς το ιδιώτης = βλαξ, κάτι που ίσχυε παλαιώθεν, αλλά λησμονήθηκε από εμάς, πλην διασώζεται στην Αγγλικήν, την Γερμανικήν, και τινές άλλες γλώσσες. Διότι ιδιωτεία και πολιτεία είναι οι δυο ασύμβατες επιλογές του υπάρχειν. Η πολιτεία είναι ως γνωστόν άθλημα κοινό, το Μέγα Στοίχημα όπου όλοι κερδίζουμε ή όλοι χάνουμε. Σχετικά πρόσφατη κατάκτηση του ανθρωπίνου πνεύματος, μετρά κάτι λίγες χιλιετίες. Πόλις – Πολιτισμός – Πολιτεία - Κοινόν – Κοινότης - Κοινωνία, έννοιες σιαμαίες. Στον αντίποδα, η ιδιωτεία είναι σαφώς παλαιότερη σύλληψη. Η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους και η τομαριστική χαζοχαρούμενη ευδαιμονία επί του πτώματος του Πλησίον χρονολογείται από την εποχή του Χόμο Χάμπιλις, του Αυστραλοπίθηκους Αφαρένσις, και ακόμα παλαιότερα. Ανασύρθηκε από την απολίθωση από εκπροσώπους του είδους Αυστραλοπίθηκους Εουροπαίους, παροπιδοφόρους φυσιοκράτες όπως Σμιθ, Μπένθαμ και η λοιπή παρέα, εκεί κάπου στον 17ο με 19ο αιώνα, για να χρεωκοπήσει παταγωδώς στις αρχές του 20ου, και ανασύρθηκε για αναμάσηση από την προστομαχική μοίρα των Χόμο Γραικύλους Μηρυκάστικους κατά τους παρόντες δύσκολους καιρούς.

Αντιλαμβανόμαστε ότι οι εκπρόσωποι του ανωτέρω συμπαθούς κατά τα άλλα διπόδου είδους δεν έχουν τον Θεό τους, διότι ο Κύριος σαφώς κελεύει: «Αγάπα τον Πλησίον ως σεαυτόν». Επίσης η νοητική τους εμβέλεια καθιστά απαγοητευτικά δυσθεώρητες για αυτούς διάφορες αφηρημένες έννοιες και ανθρώπινες αξίες όπως το κοινωνικό αγαθό, η αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη, η κοινωνική ειρήνη, η μόρφωση, και άλλες που για έναν νορμάλ άνθρωπο απλά κυλούν στο αίμα του. Και για να εξειδικεύσουμε στα σημερινά συπτωματικώς τεκταινόμενα, η εγγενής τους εθελοτυφλία ή η επίκτητη μυωπία δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν ότι η παιδεία του δικού μου, του δικού σου, ώ αναγνώστα, παιδιού, του καθενός παιδιού, η υγεία του, ψυχική και σωματική, η αξιοπρεπής εργασία του, η κοινωνική του ένταξη, η ευζωία του, δεν είναι υπόθεση δική μου, ή δική σου, ώ αναγνώστα, ή του καθενός ατομικά, αλλά όλων μας συλλογικά.

Με τα μονόχρωμα πατομπούκαλα που έχουν ως ματογυάλια θεωρούν κι ερμηνεύουν τον κόσμο που μας περιβάλλει μόνο διά του Κέρδους και διά το Κέρδος. Αυτό είναι το Α και το Ω τους, ο Θεός τους. Το νερό που πίνω πρέπει να αφήνει κέρδος, λες και ο Πανάγαθος μας το χρεώνει, ομοίως το ψωμί που τρώω, η ενέργεια που χρησιμοποιώ, η σχολή όπου φοιτώ, το τραίνο που θα πάρω, ο βόθρος όπου θα αποχετεύσω τα βιολογικά μου υποπροϊόντα, η μουσική που θα ακούσω, η στοματική μου υγεία, η ψυχική μου ισορροπία, η μεταφυσική μου παρηγορία, όλα οφείλουν να είναι κερδοφόρα. Ως Άνθρωπο με έχουν αφοδευμένο, εγγεγραμμένο εις τα παλαιότερα των παπουκίων τους. Ως Τσέπη έχω κάποια αξία για αυτούς, στον βαθμό που είμαι αρκούντως γεμάτη, ώστε να αφήνω Κέρδος. Σε ποιον; Ώ της Εσχάτης Ταπεινώσεως του Ανθρωπίνου Προσώπου!

Συμπτωματικά εντελώς οι μέρες είναι πονηρές. Συμπτωματικά εντελώς επιχειρείται να θεσμοθετηθεί η ήδη από καιρό τελουμένη ηλιθιοποίηση της Εκπαίδευσης, και δη της Ανωτάτης. Για εξυγίανση ουδείς λόγος. Υπενθυμίζω: Ηλιθιοποίηση = Ιδιωτικοποίηση. Ακολουθούν και οι λοιπές βαθμίδες. Στο εξής η μόρφωση του δικού μου παιδιού, του δικού σου, ώ αναγνώστα, του οποιουδήποτε παιδιού δεν θα είναι υπόθεση αξιοπρέπειας όλης της κοινωνίας, αλλά ατομική του καθενός, κι όποιον πάρει ο Χάρος.

Δυστυχώς έχει προηγηθεί η ιδιωτικοποίηση – ηλιθιοποίηση ολόκληρης της πολιτικής μας σκέψης. Κι ο νοών νοείτω.

Γιώργης Χατζής

Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχ.

Καθηγητής Μ.Ε.

Πόσο Ορθόδοξοι είμαστε άραγε; - Ιαν'07

Πόσο Ορθόδοξοι είμαστε άραγε;

Σε έξαρση βρίσκονται η φιλολογία τα κουτσομπολιά και τα πάσης φύσεως σχόλια στον απόηχο των δυο «κοσμοϊστορικών» επισκέψεων, αυτών του Πάπα Ρώμης στο Φανάρι, και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στην Ρώμη. Όπως είπα, τα σχόλια πολλά, και οι γνώμες διιστάμενες, κινούμενες ως είθισθαι στην λαοφιλή λογική του άσπρου-μαύρου, φυσικά δίχως ενδιάμεσες αποχρώσεις:

Οι μεν, συνήθως από του ραδιοφωνικού άμβωνος της Εκκλησίας της Ελλάδος, πασχίζουν να μας πείσουν με γλυκανάλατα επιχειρήματα και λυρικούς συναισθηματισμούς, για δήθεν ιστορικές στιγμές που βιώνουμε, για επικείμενη «επανένωση των εκκλησιών», για αποκατάσταση κοινωνίας, για εγκαθίδρυση αγάπης και κατανόησης μεταξύ των δυο χριστεπώνυμων πληρωμάτων και λοιπά ανόητα και έξαλλα που εφευρίσκουν προς δικαιολόγηση (τραβηγμένη από τα μαλλιά) επιλογών καθαρά πολιτικών.

Οι δε, από ποικίλλων άλλων αμβώνων, ενίοτε και εντός Ναού, ωρύονται εκτοξεύοντας αστραπόβροντα και κατάρες εναντίον των Αιρετικών παπικών, των Αντιχρίστων, των έτσι και των αλλιώτικων κακών-κακίστων που πάνε να μας φάνε εμάς τους καλούς, και λοιπά έξαλλα και ανόητα επίσης.

Όμως, ως γνωστόν τοι πάσι, ο υπογράφων αποστρέφεται κάθε είδους γενικεύσεις, αφορισμούς, συνθήματα και κραυγές, ως πάνυ νοησιοκατασταλτικά, ήγουν σε απλά ρωμαίικα ως μεθόδους εγκεφαλικής πλύσεως, που μας στερούν ό,τι πιο ανθρώπινο, δηλ. την ικανότητά μας να σκεπτόμαστε. Δεν υπάρχει ούτε άσπρο, ούτε μαύρο, αλλά ευτυχώς τα πάντα είναι γκρίζα, φαιά, και καλούν την φαιά μας ουσία σε δράση, για να τα αναλύσει και να τα αξιολογήσει. Σε πείσμα όλων όσων μας θέλουν πρόβατα καταναλωτικά των προϊόντων, των ιδεών και των θρησκοληψιών τους.

Κανείς από τους μεν-γλυκανάλατους ή τους δε-αστραπόβροντους δεν ψηλάφησε το γεγονός ότι η επταπόθητη (ομολογουμένως) ένωση μάλλον ως ουτοπία θα πρέπει να νοείται, τουλάχιστο στα χρόνια που διανύουμε, κι αυτό γιατί δεν είναι ούτε θέμα καλής διάθεσης των Ανατολικών προς τους Δυτικούς και τούμπαλιν, ούτε φυσικά και θέμα γονυπετούς επιστροφής των μετανενοημένων παπικών στις δικές μας αγκαλιές. Είναι πάνω απ’ όλα υπόθεση χάσματος αβυσσώδους μεταξύ δυο πολιτισμών, του δυτικού που εδράζεται πάνω στο ρωμαϊκό δίκαιο της θεοποίησης των θεσμών και στον βαρβαρικό παγανιστικό «ορθολογισμό» και του μυστικιστικού ανατολικού των υπαρξιακών σχέσεων και της καρδιακής εμπειρικής γνώσης. Μπορεί το μίσος μεταξύ των δυο κόσμων να επουλωθεί, ως οφείλει, αλλά το χάσμα στην νοοτροπία χρειάζεται ένα θαύμα για να γεφυρωθεί. Η «αίρεση» του δυτικού κόσμου είναι στην ουσία της ένας άλλος τρόπος σκέψης και θεώρησης του παντός, που εδώ και χιλιετίες διαποτίζει συνεχώς την ψυχή του δυτικού πολιτισμού. Και φυσικά είναι αδύνατο να αναιρεθεί η αίρεση αυτή, δίχως να καταρρεύσει ολόκληρο το Δυτικό οικοδόμημα.

Αλλά μήπως και εμείς οι άλλοι, οι Ορθόδοξοι, οι φυλάττοντες την Αλήθεια ως κόρη οφθαλμού, είμαστε και τοοοόσο ορθόδοξοι και τοοοόσο φυλάττοντες, όσο νομίζουμε; Μήπως κάπου στην πορεία παρεκκλίναμε κι εμείς; Μήπως αντί να οικτιρίζουμε και να σιχτιρίζουμε τους βαρβαρόφραγκους, καλό θα ήταν να ασκούσαμε λίγη αυτοκριτική, να επιχειρούσαμε στοιχειωδώς λίγη σε βάθος αυτογνωσία; Πόσο Ορθόδοξοι είμαστε άραγε; Τα γένια και τα ράσα αρκούν για να μας κάνουν τον παπά;

Και δεν εννοώ το κατά πόσο πολύ μελετούμε την Γραφή, αυτό το κάνει περισπούδαστα ο κάθε τυχαίος ξεχασμένος αμερικανόβλαξ οπαδός της τάδε συνοικιακής μικροαίρεσης του Μισσισιπή, δεύτερη στροφή δεξιά. Αλλά, για παράδειγμα, ποια είναι η απόσταση η δική μας από την Αυγουστίνεια Θεολογία, πάνω στην οποία βασίστηκε ολόκληρο το διεστραμμένο εκκλησιαστικό οικοδόμημα της Δύσης, με όλα του τα συνεπακόλουθα αδιέξοδα; Φοβάμαι πως είναι μηδενική. Προτού ουρλιάξουν μερικοί, υπενθυμίζω ότι η δικανική αντίληψη και προσέγγιση των σχέσεων Θείου κι Ανθρώπινου έχει οσμώσει στα κατάβαθα της «ορθόδοξης» σκέψης μας, εκφυλίζοντας αυτές τις σχέσεις σε σχέσεις ενοχής, αξιομισθίας, ανταπόδοσης και τιμωρίας. Και πάντως όχι σε σχέσεις αγάπης. Κι αν αυτό είναι σίγουρα λυπηρό, δεν είναι εξοργιστική η de facto αποδοχή εκ μέρους μας ανιστόρητων ιδεοληψιών σαν κι αυτή της Ανσελμικής προσβολής της άπειρης θείας δικαιοσύνης, και άρα της ανάγκης εξιλασμού μέσω ενός άπειρου θύματος; Μήπως αυτά δεν έχουν κατά καιρούς διδαχθεί και από δικούς μας άμβωνες, από στόματα «έγκριτων» ιεροκηρύκων; Πότε αυτοί οι «έγκριτοι» κύριοι, οι οποίοι αρέσκονται να γεμίζουν ενοχές ένα φοβισμένο εκκλησίασμα, μίλησαν για την έννοια του Προσώπου, κεντρικό άξονα στην Ανατολική Θεολογία, παντελώς άγνωστη στους Δυτικούς;

Γιατί μας ενοχλεί το παπικό «πρωτείο», όταν οι ίδιοι εμείς μιλάμε για «προκαθήμενο» της εκκλησίας μας, πετώντας στα σκουπίδια το συνοδικό σύστημα; Γιατί μας ξενίζει το αλάθητο, όταν ο καθένας μας, ρασοφόρος ή μη, ξορκίζοντας στην ουσία τις μύχιες και κρύφιες ανασφάλειές του, οχυρώνεται πεισματικά πίσω από τα ατομικά του θρησκοληπτικά συμπλέγματα, και αγνοεί αυτό που λέγεται Εμπειρία και Αλήθεια του εκκλησιαστικού σώματος; Γιατί τόσο κοπτόμαστε για την εκκοσμικευμένη παπική αλαζονεία, όταν κι ο δικός μας κλήρος αρέσκεται να δηλώνει «εκπρόσωπος του Θεού επί της Γης», λες κι ο Παράκλητος χρειάζεται εκπροσώπους, ωσεί απών; Μήπως κι εμείς πια δεν μιλάμε για «αγιοποιήσεις», λησμωνόντας πως κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο στην εκκλησία μας που μόνο να «ανακηρύσσει» μπορεί; Κατηγορούμε πανεύκολα την παπική κοσμική ισχύ και χλιδή, αλλά κι εμείς πια ούτε που μπορούμε να ορίσουμε την έννοια της ακτημοσύνης. Φωνάζουμε και τσιρίζουμε για την ουνία, και ξεχνούμε το δικό μας διεστραμμένο μπάχαλο στις ορθόδοξες Εκκλησίες της διασποράς, όπου στο ίδιο μέρος έχουμε Έλληνα, Βούλγαρο, Ρώσο, Σκοπιανό, Κινέζο, Κογκολέζο, και Λαισρτυγόνα (αν μπορούσαμε) επίσκοπο! Δεν μας φτάνει που εγίναμε χίλια κομμάτια, η ένωση με τους παπικούς μας μάρανε.

Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει κι άλλα πολλά, όπως για παράδειγμα θα μπορούσε να μιλήσει για έντονη προτεσταντόφερτη αποπνευματικοποίηση της εκκλησιαστικής μας ζωής, μα δεν είναι αυτός ο σκοπός του παρόντος πονήματος. Αυτό που επιθυμώ να καταδειχθεί είναι ότι προτού αρχίσουμε να μιλούμε για ένωση ή μη, θα πρέπει να ενδοσκοπήσουμε στα δικά μας χάλια, να δούμε που «πήραμε την ζωή μας λάθος», και για ποιους λόγους φαλτσάραμε, όπου φαλτσάραμε, από την αρχική μας πορεία. Έπειτα, κάθε κουβέντα για ένωση ή μη γίνεται πιο ξεκάθαρη, πιο εύκολη, και οπωσδήποτε πιο έντιμη. Διότι, όταν οι καιροί είναι κρίσιμοι, όπως αυτοί που ζούμε τώρα, όποιος βιαστικά εξάγει συμπεράσματα θα εκτεθεί έναντι της ιστορίας.

Τοπίο στην ομίχλη - Δεκ'06

Τοπίο στην ομίχλη

Αγγελοπουλικό σκηνικό, τοπίο ομιχλώδες η (πάλαι ποτέ) όμορφη ακριτική μας πόλη. Το σινιάκι, ίδιον του τοπικού μικροκλίματος, αρνείται πεισματικά να σηκωθεί εδώ και βδομάδες. Φυσικά τιμή και καμάρι μας, ημών των μικροαστών επαρχιωτίλων η ειδική μνεία του σινιακίου από τον μέγα εν τοις μετεωρολόγοις, τον κύριο Σάκη. Πλην όμως….

Διαπίστωση πρώτη, (θλιβερή, θλιβερότατη): Οι μισοί και πλέον των συμπολιτών μας αγνοούν παντελώς ότι ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΠΑΝΤΑ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΦΩΤΑ. Κι όχι τα μικρά του παρκαρίσματος (φώτα θέσης, κατά το επισημότερο), αλλά την μεσαία σκάλα, για να μας βλέπουν οι άλλοι, ή ακόμα καλύτερα τα ειδικά της ομίχλης, όταν υπάρχουν. Αυτοκίνητο δίχως φώτα στην ομίχλη είναι κυριολεκτικά αόρατο από τα άλλα, και το βλέπουμε όταν έχει έρθει τόσο κοντά, που πια είναι πολύ αργά. Φυσικά η χρήση φώτων στην ομίχλη επιβάλλεται σαφέστατα και από τον ΚΟΚ, (που με τα νέα «αναπροσαρμοσμένα» πρόστιμα λίγο διαφέρει από ένα καλό φορολογικό νομοσχέδιο). Πλην όμως ο ισχύων ΚΟΚ βλακωδώς και περιέργως καθιστά υποχρεωτική στην ομίχλη την χρήση των φώτων θέσης, και όχι των «μεσαίων», δηλαδή των φώτων διασταύρωσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο μέσος νοήμων οδηγός δεν έχει ανάγκη κανέναν ΚΟΚ, για να αντιληφθεί τι είναι χρήσιμο για την ασφάλειά του. Γνωρίζει καλά ότι τα αναμμένα φώτα στην ομίχλη κάνουν την διαφορά ανάμεσα σε ένα ακέραιο και σε ένα στραβωμένο φτερό, ανάμεσα σε ένα άθικτο και σε ένα σπασμένο κεφάλι, και ίσως –το χειρότερο- ανάμεσα σε έναν ζωντανό και σε έναν νεκρό συνάνθρωπό μας.

Διαπίστωση δεύτερη (εξίσου θλιβερή κι επιπλέον περίεργη): Εμφανής, εμφανέστατη η απουσία των οργάνων του Νόμου και της Τάξεως από τους ομιχλώδεις δρόμους, σε κάθε περίπτωση γεννά ερωτηματικά καχυποψίας στους κακεντρεχέστερους των συμπολιτών, κι απλή απορία στους πιο καλοπροαίρετους. Απουσία των οργάνων του Νόμου και της Τάξεως που σε άλλες, φωταυγέστερες ημέρες είναι πανταχού παρόντα, επιβάλλοντα με σιδηρά πυγμή, ενίοτε ακάμπτως κι αδυσωπήτως, το γράμμα του ΚΟΚ, άχρι κεραίας, και καθιστώντα πανελληνίως διάσημη την ακριτική και (πάλαι ποτέ) όμορφη πόλη μας. Απουσία των οργάνων του Νόμου και της Τάξεως που εξ αντικειμένου αδικούνται, καθώς το όποιο έργο τους αποτιμάται ουσιαστικά σε ζωές που δεν χάθηκαν κι άρα είναι δυστυχώς μη μετρήσιμο. Πολύ θα ήθελε ο γράφων να διάβαζε σε ένα από τα επόμενα εβδομαδιαία δελτία τύπου της εν λόγω Αρχής (μακάρι και οι λοιπές Υπηρεσίες να εξέδιδαν δελτία τύπου, εν είδει λαϊκής λογοδοσίας –μην ξεχνάμε ποιος είναι το αφεντικό στην Ψωροκώσταινα) απολογισμό για τον αριθμό των οδηγών στους οποίους έγιναν συστάσεις ή επιβλήθηκαν πρόστιμα για μη χρήση φώτων στην ομίχλη.

Διαπίστωση Τρίτη (αυτονόητη κι ως εκ τούτου μάλλον περιττή): Η παντελής αδιαφορία της τοπικής αυτοδιοίκησης και των ΜΜΕ για το θέμα, καθώς η πρώτη θεωρεί περιττή πολυτέλεια την κατάλληλη φωτεινή οδική σήμανση-υπενθύμιση για τους εποχουμένους ώστε αυτοί να ανάβουν έγκαιρα τα φώτα τους, και τα δεύτερα προτιμούν να διαθέτουν τον ραδιοφωνικό χρόνο τους οπουδήποτε αλλού (πχ. Στο σκόρ του ποδοσφαιρικού αγώνα άνω κακοτράχαλου –κάτω δροσοραχούλας) παρά σε συστηματική ενημέρωση, μπας και κάποτε διορθώσουμε κάποιες πολύ πολύ επικίνδυνες καθεστυκυΐες οδικές μας νοοτροπίες.

Να μην γιορταστεί η 28η Οκτωβρίου - Οκτ'06

Να μην γιορταστεί η 28η Οκτωβρίου

Τι νόημα έχει πια;

Τουλάχιστο, καταργώντας την γιορτή, περισώζουμε στοιχειωδώς την επέτειο και την μνήμη. Δεν τις εξευτελίζουμε.

Πώς να γιορτάσουμε το ΟΧΙ;

Με δοξολογίες στις εκκλησίες; Ποιοι; Εμείς που σημαία μας έχουμε κάνει την ανάγκη διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους; Τι δουλειά έχει πια η Εκκλησία με το κράτος; Εμείς την εξορίσαμε στον «αμιγώς πνευματικό» της ρόλο. Και τότε γιατί καμαρώνουν σαν σκεπάρνια οι επίσημοι γραβατοφόροι της κρατικής εξουσίας στην δοξολογία που τελείται στους ναούς; Τι παριστάνουν; Ποιον κοροϊδεύουν; Έχουν συναίσθηση της στάσης τους αυτής; Αμφιβάλλω! Και γιατί να είναι εκεί τα σχολεία με τις σημαίες τους; Τα σχολεία τα «πολυπολιτισμικά», κι εν τέλει α-πολιτισμικά, τα σχολεία όπου δεν πρέπει πια να διδάσκονται τα θρησκευτικά, αλλά μια συγκερασμένη θρησκειολογία. Τα σχολεία απ’ όπου σύντομα θα αποκαθηλωθούν οι ιερές εικόνες, μην τυχόν και θιγεί τις των αλλοθρήσκων. Τι προσευχή και το δοξολογία μπορεί να αναπέμψει ένα τέτοιο σχολείο; Σε Ποιόν;

Με καταθέσεις στεφάνων; Σε ποιους; Στους πεσόντες; Δηλαδή σε αυτούς που τα παιδιά τους πεινάσανε δίχως μια σύνταξη; Που βυθίστηκαν στην ανέχεια και την εξαθλίωση; Νομίζει το κράτος ότι με τα στεφάνια θα εξιλεωθεί από την ντροπή; Και ποιοι θα καταθέσουν; Κυβερνητικοί μεγιστάνες με τρελόχαρτο, ή άλλοι κομματική ενεργεία εντέχνως απηλλαγμένοι από τις υποχρεώσεις στην Πατρίδα; Ποιοι; Αυτοί που δεν έχουν δει στρατόπεδο από μέσα;

Με τις παρελάσεις; Μα ποιοι θα παρελάσουν; Οι χθεσινοί καταληψίες της λούφας και του γλυκού νερού; Αυτοί που με σημαία τους τον Χαβαλέ και την Ανευθυνότητα χλευάζουν μια κοινωνία ολόκληρη πίσω από μια ψευτοκλειδωμένη σιδερόποτρα, περίχαροι γιατί «χάνουν μάθημα»; Ποιοι; Οι κανακάρηδες της τυρόπιττας και του «μίλκο», οι παραχαϊδεμένοι από την κούνια τους; Οι ψευτόμαγκες της τρύπιας εξάτμισης, του χουλιγκανοσφαίρου και του κλάμπιγκ; Πως θα περάσουν μπροστά από τους τελευταίους εν ζωή πολεμιστές του 40; Αυτούς που έστυβαν την πέτρα στην χούφτα τους, αυτούς που ορμούσαν στον θάνατο με την καρδιά στέρεα και με εφ’ όπλου λόγχη, αυτούς που «δεν μασούσαν» μπροστά στο φασιστικο Θηρίο, όχι γιατί ήταν υπουργοί και κυβερνήτες, αλλά γιατί ήταν ΜΑΓΚΕΣ, που πολέμησαν για την μαγκιά και το Ελληνικό γινάτι, έτσι, επειδή δεν γουστάρανε τους κατακτητές γενικώς. Τους αγωνιστές του 40, που βάζανε μετάνοια στις ιερές εικόνες και παίρναν κουράγιο, αλλά άνθρωπο δεν καταδέχθηκαν να προσκυνήσουν (ου γαρ έκλιναν σαρκί και αίματι). Τι να δουν και τι να θαυμάσουν οι Γίγαντες από τα απολειφάδια, αυτά που γεμίζουν τις πάνες τους μπροστά στην «βάση του 10»; Αυτοί οι Γίγαντες γράψαν έπη σαμποτάροντας Γοργοποτάμους, όχι τα αυτοκίνητα όσων εναντιώνονται στις καταλήψεις τους.

Με τις παρελάσεις; Ποιες θα παρελάσουν; Τα μοντελάκια των σχολικών αιθουσών με τα αναιδή μίνια και τα εκουσίως ημίγυμνα καλλίγραμμα (ή όχι) μπουτάκια; Θα παρελάσουν ή θα πασαρελάσουν τα κοριτσούδια των SMS και των 0% λιπαρών; Μπροστά από ποιες; Από αυτές που στέγνωσαν το στήθος τους να βυζαίνουν μωρά, τότε που η λέξη «πολύτεκνος» ήταν άγνωστη, ακριβώς επειδή ήταν αυτονόητη. («θα αραέυνε μας και κι θα βρίκνε μας» έλεγε ένας πάππος μου, φαμιλιάρχης διμοιρίας ολόκληρης, ας είναι αναπαυμένος). Από αυτές που σπάσανε την μέση τους στην Πίνδο να κουβαλάνε βλήματα, τότε που η ισότητα των φύλων δεν μετρούταν με ποσοστώσεις θηλυκών υποψηφίων ούτε με νόμους περί «παρενόχλησης», αλλά ήταν ζωντανή εμπειρία πλήρους αυτοθυσίας στον κοινό υπέρ βωμών και εστιών αγώνα. Από αυτές που «δεν μάσησαν» να πάρουν τα βουνά, να πάνε φανταρίνες, όχι για να βολευτούνε, αλλά για να πεθάνουν.

Και το τραγικότερο: Κάποιοι παρ’ όλα αυτά θα καμαρώσουν τα φερέλπιδα φυντάνια. Και είναι αυτοί οι οποίοι πήρανε στα χέρια τους την πιο εκλεκτή ζύμη, και την κατάντησαν χλιαρό λαπά. Και παρ’ όλα αυτά θα καμαρώνουν. Ποιόν; Γιατί; Σε τι ονειρώδεις ψευδαισθήσεις έχουν τελματώσει και δεν μπορούν να δουν την κατρακύλα;

Σπεύδω να προλάβω τον αντίλογο: Δεν μέμφομαι την νέα γενιά, στην παλιά τα χώνω. Στους σημερινούς χαζοχαρούμενους σαραντοπενηντάρηδες, την αδικημένη γενιά του ’60 (Αθάνατε Τζιμάκο!) που μια ζωή χαμπάρι δεν έχουμε πάρει πως τα παιδιά μας δεν έχουν ανάγκη ούτε το χαρτζιλίκι μας, ούτε την λάθος προστασία, ούτε την καλοπέραση που αφειδώς τους παρέχουμε. Έχουν ανάγκη τις Αξίες Ζωής και την Παιδαδωγία, που ποτέ δεν μπήκαμε στον κόπο να τους δώσουμε.

Λοιπόν, επειδή είναι σιχασιά και ξεφτίλα ο δήθεν – τάχα μου πατριωτισμός (που δεν έχουμε), και το νάχαμε να λέγαμε πανηγυρικούς, και το άντε ας κάνουμε και καμμιά παρέλαση, να χαιρόμαστε με την μπουμπού που έγινε και σημαιοφόρος, κι επειδή γενικώς έχουμε πιάσει πάτο και πυθμένα λασπώδη, ας αρχίσουμε από τα πατώδη, τα θεμελιώδη, δηλαδή τα βασικά: Τιμιότης!. Τιμιότης σιωπής έναντι αυτών που δώσανε την ζωή τους για χάρη μας. Τουλάχιστο ας μην τους ειρωνευόμαστε με στημένες «Εθνικές Εορτές», ας τους αφήσουμε στην πικρή περισυλλογή τους για το κατάντημά μας. Κι επειδή η ημέρα είναι αργία (αναιτίως, αλλά μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα) ας απολαύσουμε την φραπεδική ραστώνη, η ας ντελιριαστούμε αγεληδόν σε κάποιο μεσημβρινό after parelasi κλάμπιγκ (ή after parelasi ouzaki, για τους παλιότερους). Ίσως να πονάει –αν πονάει-, αλλά είναι πιο τίμιο.

Χρίσμα ή Κατάχρησμα; - Ιουλ'06

Χρίσμα ή Κατάχρησμα;

Μέσα στην φρικώδη κοσμοχαλασιά που για ακόμα μια φορά αιματοκυλά την Μ. Ανατολή, δειλά βρίσκει την θέση του στην ειδησεογραφική επικαιρότητα το Μέγα Θέμα που κανονικά, καιρός που είναι, θα έπρεπε να την είχε μονοπωλήσει. Το θέμα που όποτε προβάλλεται από τα ΜΜΕ κάνει τον οποιονδήποτε ανυποψίαστο να πιστέψει πως επίκεινται προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, και όχι τοπικής αυτοδιοίκησης αρχαιρεσίες στην φτωχή πλην αγαπημένη μας Ψωροκώσταινα. Και αυτό διότι περί Χρίσματος ο λόγος και ο καημός όλων, και δη των κάθιδρων λόγω Ιουλίου μηνός και αγωνιώδους ψηφοθηρίας των υποψηφίων Δημάρχων και Νομαρχών. Κάθιδρων επίσης και διότι οι περισσότεροι από αυτούς μόλις που έχουν τελείωσει το α’ ημίχρονο του σκληρού αγώνα τους για την δημαρχονομαρχιακή κάθιδρη καθέδρα, το σκληρότερο σίγουρα, διότι για τους περισσοτέρους σήμαινε μια σειρά από αγαπητικές κονταρομαχίες και αλληλοσφαγές με κομματικούς συναυλήτες.

Διότι για να διεκδικήσεις σήμερα με κάποιες αξιώσεις την λαϊκή ψήφο σε συλλόγους, σωματεία αθλητικά ή μη, δήμους, δημοτικά διαμερίσματα, νομαρχίες, κοινότητες, συνδικάτα, ενώσεις, συνεταιρισμούς, ομοσπονδίες, λέσχες, συνοικιακά και λοιπά συμβούλια, πάσης φύσεως επιτροπές, συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, εξωραϊστικές κινήσεις, και λοιπά συσσωματώματα του υπάρχειν εν πολιτεία, οφείλεις ως καθωσπρέπει Έλλην – Ψωροκωστιανός να έχεις προηγουμένως ενταχθεί δουλικώς και άνευ όρων σε ένα από τα κόμματα που πέρα από κάθε αμφισβήτηση μονοπωλούν τα τεκταινόμενα του δημοσίου βίου, κατά προτίμηση σε ένα από τα δυο μεγάλα, ας μην κοροϊδευόμαστε, αν θέλουμε να παίζουμε με καλές πιθανότητες. Διότι στην πτωχή πλην αγαπημένη μας Ψωροκώσταινα τα κόμματα δεν είναι εκφραστές μιας οιασδήποτε συλλογικής αντίληψης της «λαϊκής βάσης», βασισμένης σε συγκεκριμένη ιδεολογία περί διευθετήσεως των κοινών, ήτοι κυρίως περί της οργάνωσης της κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και κατανομής του παραγόμενου πλούτου, και περί σχέσεων και συνύπαρξης με τα λοιπά κράτη και λαούς (αυτά έχουν πάψει προ πολλού να μας προβληματίζουν), αλλά, φευ, ελέω λαού μηχανισμοί παραγωγής και διαχείρισης εξουσίας.

Το κακό είναι πως αυτή η στρεβλή περί των κοινών αντίληψη έχει εμποτίσει ανεξίτηλα την λαϊκή συνείδηση και νοοτροπία, σε βαθμό να θεωρείται αυτονόητη και επιβεβλημένη η κομματική σφραγίδα και ευλογία σε κάθε υποψήφιο για οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα, και κάτι σαν εξωγήινης προέλευσης η εμμονή κάποιων μυστηρίων γραφικών τύπων να «κατεβαίνουν» στις εκλογές ως ανεξάρτητα πρόσωπα, «αντάρτες», παρτιζάνοι, κλπ. Και μάλιστα θεωρείται εξίσου αυτονόητη η κομματική μήνις εναντίον αυτών των ανεξαρτήτων υποψηφίων, οι οποίοι είχαν το αναιδές θράσος να περιφρονήσουν την «κομματική γραμμή» και να προτάξουν τις ίδιες προσωπικές ικανότητες και αρετές ως λόγο ψήφου προς αυτούς, έναντι της όποιας, αν υφίσταται, κομματικής τους ετικέτας.

Το χείριστο είναι η αφελέστατη προθυμία των λαϊκών μαζών, δηλαδή των τοπικών κοινωνιών, να σπεύσουν να ψηφίσουν όποιον τους χρίσει και τους ορίσει το «κόμμα», δηλαδή κάποιο Αθηναϊκό πολιτικό γραφείο, (που αγνοεί συνήθως ακόμα και το που βρίσκεται ο συγκεκριμένος δήμος), ή κάποια τοπική άτυπη ολιγαρχία, (λέγε με τοπική, νομαρχιακή – ή οτιδήποτε άλλο - επιτροπή), ανεξάρτητα με την εγνωσμένη αξία του ή την απαξία του, ή με την βεβαιωμένη ικανότητα ή ανικανότητα του περί των κοινών. Βέβαια τα κόμματα, ως αυτόνομοι και αυτοαναπαραγόμενοι μηχανισμοί εξουσίας, έχουν τα δικά τους συμφέροντα και κριτήρια για τις προτάσεις τους, που συνήθως πολύ απέχουν από τις ανάγκες και τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, για να μην πούμε ότι είναι εντελώς άσχετα. Το αποτέλεσμα επομένως, είναι να αποκλείονται από την διεκδίκηση της λαϊκής ψήφου άτομα ικανότατα, άτομα που συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις για ευδόκιμη θητεία στα τοπικά αξιώματα, όλες πλην μιας: της κομματικής τους υποτέλειας, αυτής που θα τους εξασφάλιζε το ποθεινό «Χρίσμα». Σπανίζουν οι ανά την Επικράτεια ορίτζιναλ ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Και για όσους –λίγους- τολμούν, αυτή αύτη η ύπαρξή τους όμως είναι παρήγορη για την ποιότητα του πολιτεύματος, και οπωσδήποτε ιδιαιτέρως τιμητική για τις τοπικές κοινωνίες τους.

Γιατί όσο η κομματικοστρεφής σύσταση του κοινοβουλίου και της εκτελεστικής εξουσίας είναι υγιές και αναπόσπαστο συστατικό και εγγύηση εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος, και βασικός ιδεολογικός άξονας του Συντάγματος, άλλο τόσο η εξωθεσμική διείσδυση των κομματικών μηχανισμών σε κάθε πτυχή του δημοσίου βίου, εν είδη κομματικού παρακράτους, συνιστά νοσηρή και θλιβερή υποβάθμιση της δημοκρατίας. Πουθενά στο Σύνταγμα ή σε κάποιον νόμο ή κανονισμό δεν αναφέρεται ότι τα κόμματα ορίζουν ευνοούμενους κεχρισμένους υποψηφίους. Πουθενά! Άρα η εν λόγω συμπεριφορά, επειδή είναι νομικώς αβάσιμη και εξωφθάλμως εξωθεσμική, είναι αυθαίρετη και πραξικοπηματική, και επικίνδυνη για την δημοκρατική μας συνείδηση.

Βαριές κι επικίνδυνες κουβέντες; Γραφικές ίσως; Πρωτάκουστες; Θα μπορούσε κανείς να το πει, αν αυτού του είδους οι φωνές, φωνές που καταγγέλουν την κομματικοκρατική εξωθεσμική αυθαιρεσία, δεν είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ακούγονται, και μάλιστα από στόματα έγκριτα και σοβαρά, από εγνωσμένου κύρους πολιτικούς και διαννοουμένους. Οι φωνές αυτές πληθαίνουν, και κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε να τις πάρουμε στα σοβαρά. Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα. Η πρόταση για κοινό ψηφοδέλτιο στην νομαρχία Θεσσαλονίκης, και ως πολιτικό τόλμημα μόνο, πέρα από ρητορίες περί δημιουργίας εντυπώσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Είχε αποδοχείς ενθέρμους, λίγους αλλά σημαντικούς. Δημιούργησε «κλίμα» και «προηγούμενο». Θα τύχει συνέχειας; Ελπίζω πως ναι.

Θα παρατηρήσει ο υποψιασμένος αναγνώστης: Είναι θέματα αυτά να θίγονται μεσούντος του Θέρους, με τα «μπάνια του Λαού» σε πλήρη εξέλιξη και ανάπτυξη; Τι να γίνει όμως; Κάτι η εναπομείνασα αρμύρα από τις πρωινές βουτιές, κάτι ο πλήρης παγακίων ρωμαίικος φραπές, κάτι οι τζιτζικωδούντες ξεκουφώνως τζίτζικες, όλα αυτά μπορεί να σεργιανίσουν το μυαλό στην πολιτική πραγματικότητα την οποία, ακρίτως επιλήσμονες εμείς οι «λουόμενοι», αφήσαμε πίσω. Μέχρις ότου μας βγάλει από το σεργιάνι η άλλη πραγματικότητα, αυτή της μαυλιστικής αρμύρας, και των ευήχων λάτιν ρυθμών στο παραπλήσιο καλαμόπηκτο παράλιο μπαράκι.

Σκέψεις σε μια αμμουδιά, - Ιούλ'05

Σκέψεις σε μια αμμουδιά, Ιούλιος 2005.

…και που λες, μεγάλε, είμαι αραχτός κάτω από την ομπρέλα στην παραλία, γυαλί μαύρο, ο φραπές στο χέρι, και επιβλέπω μακρόθεν το παιχνίδι των πιτσιρικιών στην αμμουδιά. Λιγνά τσιλιβιθρίνια, μαυρισμένα από τον ήλιο, σχεδόν γυμνά, βρήκαν αμμούδα λασπερή από την χθεσινή νεροποντή, απάτητη, παρθένα, και διασκεδάζουν με τα ίχνη που αφήνουν τα ποδαράκια τους στην γλιτσερή, σχεδόν πηλώδη επιφάνεια. Σηκώνομαι, σιμώνω, βλέπω καλύτερα τα σημάδια από τις παιδικές πατούσες. Άλλα μικρότερα, άλλα πιο μεγάλα.

Αυθόρμητα ανασύρονται στο μυαλό σκέψεις από ένα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης. Οι παραλληλισμοί δεν είναι και τόσο προφανείς, ωστόσο η απογευματινή ηλιοκαμένη ρέμβη άφησε άφθονο χώρο στο μυαλό για διανοητικές ακροβασίες. Συγκεκριμένα, θυμήθηκα πως κάπου στην Αφρική είχανε λέει βρει πατημασιές που μοιάζανε ανθρώπινες σε πέτρωμα που είχε σχηματιστεί από ηφαιστειακή στάχτη, και πασχίζανε οι ειδικοί να αποφασίσουν τι είδους πλάσμα ήταν αυτό που τις άφησε, άνθρωπος ή κάτι άλλο, με τι τρόπο περπάταγε, και υπό ποιες συνθήκες σχηματίστηκαν και πέτρωσαν εκεί τα ίχνη αυτά. Μάχονταν να δημιουργήσουν γνώση για τη ζωή αυτού του είδους, εκμεταλλευόμενοι και την παραμικρή πληροφορία που μπορούσε να δώσει και το τελευταίο χιλιοστό μιας τέτοιας αρχαίας πατημασιάς. Μάλιστα υπήρχε και καλλιτεχνική αναπαράσταση, με δυο τρεις ανθρωπόμορφες φιγούρες, λιγνές, μαύρες, σχεδόν όπως τα παιδάκια που έβλεπα δα μπροστά μου, να περπατούν πάνω στην ζεστή, μαλακή στάχτη.

Το μυαλό μου έτρεξε όχι πια πίσω, αλλά προς το μέλλον, εκατομμύρια χρόνια μπροστά, σε ένα ενδεχόμενο που δεν είναι διόλου πιθανό, διόλου προσδοκώμενο, είναι όμως και πάλι ένα ενδεχόμενο. Φαντάστηκα κάποια άλλα νοήμονα όντα, θες μετα-άνθρωποι, θες κάτι άλλο, να ανακαλύπτουν στο υπέδαφος κάποιας ακόμα ανύπαρκτης για εμάς ηπείρου, πετρωμένα, τα ίχνη που τώρα αφήνουν αυτά τα παιδάκια. Κι αυτό να γίνεται σε μια εποχή που κι ο τελευταίος άνθρωπος θα έχει εκλείψει, σε μια εποχή όπου, μετά και από βιβλικές γεωλογικές ανακατατάξεις, τίποτα δεν θα προδίδει την ύπαρξη του σημερινού υπερθαυμασίου πολιτισμού, που πια όλα θα έχουν σβηστεί από προσώπου γης, και μόνο κάποια θαμμένα στα πετρώματα απομεινάρια θα προβληματίζουν τους επιστήμονες του μέλλοντος εκείνου καιρού.

Τι θα υποθέτουν αυτά τα νοήμονα όντα για εμάς; Τι άποψη θα σχηματίζουν για το είδος μας, και πόσο ολοκληρωμένη; Πόσο περίεργες θα τους φαντάζουν οι πατημασιές των παιδιών στην λάσπη, και ποιες διανοητικές τους δυνάμεις θα επιστρατέψουν για να εικάσουν κάποιες ιδέες για εμάς, πώς μοιάζαμε, ποια ήταν η ανατομία μας, οι συνήθειές μας, οι ικανότητές μας; Πώς θα ονομάσουν την εποχή μας, και τι απίστευτες θεωρίες θα σκαρφιστούν για να εξηγήσουν περίεργα για αυτούς φαινόμενα της γεωλογικής «μας» περιόδου, όπως οι μαζικές εξαφανίσεις ειδών, η απότομη μεταβολή των οικοσυστημάτων, η έντονη αύξηση της ραδιενέργειας, η απίστευτη και ραγδαία διακύμανση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, και η εξ αυτής μεταβολή της θερμοκρασίας του πλανήτη; Με πόση απορία θα αντικρίζουν μυστηριώδεις για αυτούς γεωλογικούς σχηματισμούς με κανονικά σχήματα, ό,τι δηλαδή θα έχει απομείνει από τις τσιμεντοκατασκευές μας; Πόσο προσεκτική, διεισδυτική και διερευνητική θα είναι η θεώρηση της εποχής μας από αυτόν τον υποτιθέμενο νοήμονα πολιτισμό, ή πόσο θα διέπεται και εν τέλει θα καθορίζεται από φιλοσοφικά στερεότυπα και θρησκευτικά κατεστημένα, επιστημονικοφανή υποδείγματα σκέψης, πάσης φύσεως φαλκιδευτικές σκοπιμότητες ή άλλες μεταφυσικές τους αυτοκατοχυρώσεις και προκαταλήψεις;

Μπορεί όλα αυτά να φαντάζουν υπερ-θεωρητικά, άνευ σκοπού και αντικειμένου, και οπωσδήποτε παντελώς ακατάλληλα για να μας προβληματίζουν συνοδεία φραπέ σε μια ηλιόλουστη, σμαραγδένια και κατά σύμπτωση ασήματη (δίχως σήμα στο κινητό – εφιάλτης σκέτος) παραλία, όμως είναι στιγμές που η χαλάρωση και η φυγή από τα «εγκόσμια» γεννάει σκέψεις, που αλλιώς θα μένανε απλά υπό εκκόλαψη στην άβυσσο του υποσυνειδήτου. Τέτοιοι προβληματισμοί μπορεί πρακτικά να μην έχουν και καμιά σπουδαία σημασία, αλλά βοηθούν στο να τοποθετηθούμε εμείς πιο αντικειμενικά και υπεύθυνα στην εποχή μας, αλλά και να τακτοποιήσουμε με τον νού μας αυτήν την εποχή στις πραγματικές τις διαστάσεις μέσα στην πεπερασμένη απεραντοσύνη του Σύμπαντος.

κρατική υποκρισία - Φεβ'05

Η ανάλγητη κρατική υποκρισία και η αθεράπευτη λαϊκή αφασία

Κάπου στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο γίνεται λόγος για έναν βασιλιά που «παίρνει αυτό που δεν έδωσε, θερίζει αυτό που δεν έσπειρε, και μαζεύει από εκεί που δεν λίχνισε», πιθανότατα χρησιμοποιώντας κάποια από τις λαϊκόσοφες εκφράσεις της εποχής, για να περιγράψει την σκληρότητα και την αδικία.

Αν εμείς πιστεύουμε σήμερα ότι παρόμοιες συμπεριφορές από πλευράς κρατικής εξουσίας έχουν πια εκλείψει, νομίζω ότι απλά ξεγελούμε τους εαυτούς μας. Για άλλη μια φορά (νάτανε, μακάρι και η μόνη) το κράτος της ψωροκώσταινας όχι μόνο αμελεί επιμελώς να προσφέρει τα αυτονόητα στους πολίτες του (βλέπε δωρεάν παιδεία, δωρεάν υγεία – τι είναι αυτό; δικαίωμα στην εργασία, ασφαλείς μεταφορές, κλπ, κλπ), θέτοντας εν αμφιβόλω τον ίδιον τον σκοπό της ύπαρξής του, αλλά τους ζητάει και τα ρέστα, καλώντας τους να μπαλώσουν με ίδιους κόπους και έξοδα τα ανεπίτρεπτα κενά που αυτό αφήνει.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, πρόσφατα θεσμοθετήθηκε η πιστοποιημένη γνώση πληροφορικής ως απαραίτητο προσόν για οποιονδήποτε διορισμό στο Δημόσιο (πόθος ζωής για σχεδόν κάθε νεοέλληνα). Μέχρις εδώ όλα έχουν καλώς, μέχρι που να τολμήσουμε να σπάσουμε λίγο το τσόφλι του αυτονόητου και να έρθουμε αντιμέτωποι με την αλγεινή ουσία του θέματος. Και αυτή είναι ότι ουδέποτε μπήκε αυτό το κράτος στον κόπο να παρέξει στους πολίτες του, ως όφειλε βάσει των συνταγματικών επιταγών περί παιδείας, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που εκ των υστέρων σπεύδει να απαιτήσει από αυτούς. Με άλλα λόγια, ενώ ουδέποτε το κράτος μερίμνησε ώστε η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών να διδαχθεί στα δημόσια σχολεία ως γνώση ή δεξιότητα (πλην, υποτυπωδώς τα τελευταία χρόνια) το ίδιο αυτό κράτος έρχεται να την απαιτήσει ως απαραίτητο επαγγελματικό προσόν για μια θέση στον ήλιο. Όμως και όταν εδέησε πρόσφατα να εισάγει την πληροφορική ως γνωστικό αντικείμενο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ακόμα και τότε δεν θεωρεί επαρκή την γνώση που εκεί αποκτάται, (αφού ζητάει επιπλέον πιστοποίηση) απαξιώνοντας σαφώς την προσφερόμενη στα δικά του σχολεία γνώση, και έμμεσα αναιρώντας τον ίδιο του τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Εδώ και δεκαετίες εξωθεί τις οικογένειες σε δυσβάσταχτα έξοδα, προκειμένου να αποκτήσουν τα παιδιά τους τις απαραίτητες γνώσεις των ξένων γλωσσών, ενώ το ίδιο σφυράει αδιάφορα (και ένοχα) σε κάθε απαίτηση για αναβάθμιση των ανάλογων μαθημάτων στα σχολεία. Φυσικά, και πάλι τα πτυχία που πιστοποιούν καλή γνώση ή επάρκεια σε ξένες γλώσσες τίθενται ως προαπαίτηση για κάθε σχεδόν θέση εργασίας. Φως στη άκρη της σήραγγας διαφαίνεται με την θεσμοθέτηση του κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας. Ίδωμεν.

Το χειρότερο σε όλη αυτήν την ιστορία είναι ο εθισμός της κοινωνίας σε μια νοσηρή κατάσταση, και η αποδοχή της ως φυσιολογικής. Δεν διανοείται ο νεοέλληνας ότι μπορεί να έχει παιδεία δίχως να βάλει βαθειά το χέρι στην τσέπη, ούτε υγειονομική περίθαλψη, ειδικά σε δύσκολες περιπτώσεις, δίχως καταστραφεί οικονομικά και να εκποιήσει μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Η απονεύρωση και η αφασία στη οποία έχει περιπέσει η κοινωνία μας την οδήγησαν (προς τέρψιν και αγαλλίασιν τινών εκ των ιθυνόντων) σε μια άνευ όρων αυτοπαραίτηση από τα θεμελιώδη και αυτονόητα δίκαιά της.

Το σκηνικό της κερδεμπορίας που στήνεται γύρω από αυτήν την στρεβλή κατάσταση είναι ασύλληπτων διαστάσεων. Οι αντιδράσεις προς το παρόν ανύπαρκτες. Δεν έχουμε μάθουμε ως πολίτες να απαιτούμε από την πολιτεία τα αυτονόητα, αυτά που εξυπακούεται ότι πρέπει να μας παρέχει. Κλείνουμε τους δρόμους, διαδηλώνουμε, κραυγάζουμε, απεργούμε για άλλα και για άλλα, λιγότερο ή περισσότερο «συντεχνιακά», πλην δεν μας συγκινεί καθόλου η ιδιωτική ασέλγεια επί δημοσίων αγαθών. Έχοντας παραιτηθεί από τον δημόσιο βίο, ιδιωτεύουμε επικίνδυνα, ζώντας ο καθένας στον δικό του μικρό-κοσμο, προτάσσοντας το δικό του μικρο-συμφέρον. Αυτή όμως η στάση προοιωνίζει μέλλον ζοφερό όχι τόσο για εμάς, αλλά για τα παιδιά μας. Η αλλαγή στάσης και πορείας προβάλλει ως ανάγκη ασφυκτική, τουλάχιστο για όσους τολμούν και σκαλίζουν πέρα από τα φαινόμενα, και τα προβαλλόμενα ως αυτονόητα. Στο σύνολο σχεδόν των χωρών της ΕΕ, χωρών με πολύ πιο καπιταλιστικές οικονομίες από την δική μας, οι έννοιες των δημοσίων αγαθών και των κοινωνικών παροχών είναι αδιανόητο να αμφισβητηθούν. Εμείς εξακολουθούμε δυστυχώς να αποτελούμε την «μοναδική κεντροαφρικανική χώρα της ΕΕ», ολισθαίνοντας συνεχώς σε μια τριτο-τεταρτοκοσμική αυτοσυνείδηση.

Και όπως το έλεγε και κάποιος υπερήλικας θείος: «ο έχων ώτα για να ακούει, ακουέτω».

Ειρωνεία στην άσφαλτο - Νοε'04

Ειρωνεία στην άσφαλτο

Περί τις 10ης βραδινής έρχομαι προς Φλώρινα από Θεσσαλονίκη με το ΙΧ μου, μάλλον αργοπορημένος και βιαστικός για να προλάβω τον δείπνο με την σύζυγο. Αμέσως μετά την νεοανεωχθείσα παράκαμψη Κλειδίου, και αφού η έλλειψη προσοχής για έγκαιρη μείωση ταχύτητας δοκιμάζει τις αντοχές των ελαστικών μου πάνω στην ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση, ένας κατακόκκινος φωτεινός σηματοδότης με καθηλώνει προσωρινά μπροστά από την ερημική διασταύρωση της Βεύης.

Η ώρα περασμένη, η διασταύρωση έρημη. Μάλλον είμαι το μοναδικό όχημα σε ακτίνα 1-2 χιλιομέτρων. Σε πείσμα όμως της δικής μου βιασύνης ο φωτεινός σηματοδότης, ειρωνικά κατακόκκινος για μένα, εξακολουθεί προκλητικά και επιτρέπει την διέλευση στο άδειο διασταυρούμενο με εμένα ρεύμα. «τα δευτερόλεπτα (κυλούν) βαριά στους λεπτοδείκτες» όπως θα έλεγε και η αείμνηστη Σωτηρία Μπέλλου. Η υπομονή μου στωικά ανεξάντλητη, αξιοποιείται στο έπακρο τις μονότονες τούτες στιγμές.

Η μνήμη μοιραία ανατρέχει μια δεκαετία πίσω, όταν φοιτητής στις Βρετανικές Νήσους είχα προσέξει ότι ποτέ δεν είχα συναντήσει «φανάρια» σε επαρχιακές διασταυρώσεις. Αντί τούτου εκεί προτιμούνται τα «ράουντ-αμπάουτ», κάτι δηλαδή σαν τον δικό μας πολυθρύλητο «κύκλο» στην είσοδο της πόλης μας. Με γενναία δόση αυτοσαρκασμού οικτίρω τους ανόητους Βρετανούς που εμμένουν σε απηρχαιωμένες και άκρως αναποτελεσματικές κυκλοφοριακές μεθόδους και δεν υιοθετούν, όπως εμείς οι έξυπνοι, κάποιες χάι-τεκ λύσεις, σαν κι αυτήν που κατακόκκινη μου έχει σπάσει τα νεύρα.

Κατακόκκινη μεν, πλην όμως όχι για πάντα, και να που το πολυπόθητο πράσινο ανάβει πανηγυρικά μπροστά μου. Προχωρώ με την προσοχή τεταμένη, καθώς δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο όποιος φίλος οδηγός έχει τώρα κόκκινο θα έχει και την ίδια υπομονή μαζί μου. Καθώς επιταχύνω προς Φλώρινα αναρωτιέμαι (και παρακαλώ όποιος γνωρίζει ας με βοηθήσει) ποιος φορέας αποφάσισε την τοποθέτηση των φωτεινών σηματοδοτών στην διασταύρωση αυτή, ποιους συγκοινωνιολόγους συμβουλεύθηκε, ποιες νόρμες ακολούθησε, και κυρίως, ποια μελέτη κυκλοφοριακού φόρτου της διασταύρωσης προηγήθηκε, και επέβαλε αυτήν την απόφαση. Και αναρωτιέμαι ακόμα μήπως η έλλειψη σεβασμού στον ΚΟΚ που πατριωτικά επιδεικνύουμε εμείς οι Νεοέλληνες επιβάλλεται εν πολλοίς και άνωθεν, από οδικές σημάνσεις και λοιπές κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως φαντάζουν παράλογες?

Τις βλάσφημες αυτές σκέψεις μου έρχεται να επισφραγίσει το λαϊκόν άσμα, «Θέλω να αγιάσω, μα δεν μπορώ» που ακούγεται στο ολοκαίνουργιο ραδιοσιντί μου (με ΜΡ3 παρακαλώ), μεταδιδόμενο με κάτι λίγα παράσιτα από κάποιον τοπικό ραδιοσταθμό…

Μικρασιατική καταστροφή, -Σεπτ'04

Μικρασιατική καταστροφή,

82 χρόνια μετά,

σκέψεις και διαπιστώσεις.

Ομιλία στις 19-Σεπτ-2004

Ομιλητής: Γεώργιος Χατζής

Πώς μπορούνε τα λόγια, ήχοι ανήμποροι, να περιγράψουν ένα τέτοιο γεγονός σαν αυτό που θρηνούμε σήμερα; πώς μπορούν οι λέξεις να μπούνε στο πετσί της προσφυγιάς, του ξεριζωμού, του θανάτου, της καταστροφής; Ποιες λέξεις θα ιστορήσουνε τον θρήνο για όσους αγαπημένους έχουν χαθεί τόσο τραγικά; για τα παιδιά που σφάχτηκαν στον κόρφο της μάνας, για τις θυγατέρες που ατιμάστηκαν, για τους συζύγους, τους αδελφούς και τους πατεράδες που έσβησαν στα στρατόπεδα εργασίας; Πώς να μιλήσει κανείς για τον πικρό νοσταλγικό πόθο εκατομμυρίων ανθρώπων για τις χαμένες πια πατρίδες τους; Αυτήν την ώρα είναι πασιφανής η αδυναμία του λόγου να ορίσει την ουσία των γεγονότων και των συναισθημάτων. Όμως ακόμα κι έτσι, πρέπει να μιλήσουμε για όλα αυτά που αν και συνέβησαν κάμποσες δεκαετίες πριν, ωστόσο ο απόηχος και οι συνέπειές τους εξακολουθούν και σήμερα να στοιχειώνουν την ζωή μας.

Νομίζω ότι είναι πρέπον να αρχίσω αυτόν τον θρηνητικό πανηγυρικό, με τα λόγια του Φωτίου Κόντογλου από τις Κυδωνιές, πνευματικού πατέρα της σύγχρονης Ελλάδας, του ανθρώπου που ύμνησε την Ανατολή όσο κανείς, που μπόλιασε την νεοελληνική σκέψη και κουλτούρα με την πνευματική ευωδία των ιωνικών παραλίων.

«…Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ’ έριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που μιλούσανε την ίδια γλώσσα με μένα, πλην όμως που έχουνε άλλα συνήθεια. Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκουμαι κ’ εγώ σε τούτα τα χώματα…»

Ξενιτειά λοιπόν η Ελλάδα μας για τον Κόντογλου, αλλά και για εκατοντάδες χιλιάδων άλλων συμπατριωτών του που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα άγια χώματά τους. Ξενιτειά πιο αφόρητη από όλες τις ξενιτειές του κόσμου, γιατί το χειρότερο είναι να είσαι ξένος ανάμεσα σε ομοεθνείς, σε ανθρώπους που κανονικά περίμενες να σε θεωρούν αδελφό τους. Και αυτοί όχι μόνο δεν το κάνουν, όχι μόνο δεν συμπάσχουν στοιχειωδώς μαζί σου, όπως θα έπρεπε να συμπάσχουν με κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε εμπερίστατη κατάσταση, αλλά αντίθετα σε θεωρούν παρείσακτο, απόβλητο, ξένο σώμα στην «δική τους» κοινωνία. Θέλουν να σε ξεφορτωθούν, να σε στείλουν παραπέρα, ή αν σε δεχθούν κοντά τους, είναι για να σε εκμεταλλευτούν. Είναι μήπως τυχαίο που και ένας άλλος μεγάλος νεοέλληνας λογοτέχνης, ο Νίκος Καζαντζάκης την ίδια περίοδο μπαίνει στο μεδούλι του προσφυγικού δράματος, γράφοντας το βιβλίο-κατηγορητήριο «ο Χριστός ξανασταυρώνεται»?

Ας μην σπεύσει να με κακίσει κανείς, θεωρώντας υπερβολικά τα παραπάνω. Είναι η πικρή αλήθεια, και αν ακόμη αχνοφαίνεται κάποια υπερβολή, είναι γιατί κανονικά είναι ντροπή και όνειδος για όλη την πατρίδα μας, ακόμα και το ένα μεμονωμένο κρούσμα αδελφοφοβίας. (Γιατί, ας λέμε τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα, για αδελφοφοβία πρόκειται, που είναι δέκα φορές χειρότερη από την ξενοφοβία, για την οποία τόσο πολύ κοπτόμαστε σήμερα.) Και δυστυχώς τέτοια κρούσματα υπήρξαν κάμποσα. Πολλές φορές τα χρόνια εκείνα ο Χριστός μας ξανασταυρώθηκε στο πρόσωπο των αδελφών του των ελαχίστων, των Ιώνων προσφύγων. Χαρακτηριστική είναι η στάση του ίδιου το Ελληνικού Κράτους, (στο οποίο έλειπε μια ολοκληρωμένη και νήφουσα εθνική συνείδηση), απέναντι στους πρόσφυγες, που μέχρι και τις μέρες της σφαγής τους, τους θεωρούσε αλλοδαπούς, απαγορεύοντάς τους το πέρασμα στην ασφάλεια των νησιών. Μπορεί κανείς να αναφερθεί και σε άλλα παρόμοια, αλλά τέτοια στιγμή αυτό δεν θα ήταν νομίζω σκόπιμο.

Σκόπιμο θα είναι την στιγμή αυτή, 8 δεκαετίες μετά, εμείς η τρίτη γενιά, να αποστασιοποιηθούμε συναισθηματικά, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως μπορετό, από τα γεγονότα, και από τις διηγήσεις με τις οποίες από μωρά παιδιά μεγαλώσαμε, διηγήσεις όσων γλίτωσαν από την Κεμαλική κόλαση που κάνανε και τις πέτρες να κλαίνε. Να πάρουμε αποστάσεις, όχι για να ξεχάσουμε, αλλά ίσα ίσα για να μπορέσουμε με σύνεση και νηφαλιότητα να δούμε την εποχή εκείνη, τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους, και να αντλήσουμε διδάγματα για το σήμερα. Αυτό είναι ίσως ό,τι σημαντικότερο έχουμε να κάνουμε τιμώντας την μνήμη όσων χάθηκαν, μετά από τις προσευχές μας για την ανάπαυσή τους.

Βέβαια, η συναισθηματική αποστασιοποίηση από όσα διαδραματίστηκαν τις μαύρες εκείνες ημέρες είναι ανθρωπίνως δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Σταματάει ο νους κάθε εχέφρονος ανθρώπου αν αναλογιστεί τις κτηνωδίες που διαπράχθηκαν σε βάρος των ρωμιών της Μικράς Ασίας. Απορεί πως είναι δυνατό κάποιοι άνθρωποι (ή μάλλον ας μιλήσουμε για ανθρωπόμορφα κτήνη) να συνέλαβαν με το νοσηρό μυαλό τους και να εξετέλεσαν τέτοιας βαρβαρότητας πράξεις, που αποτελούν μελανιά, ντροπή και όνειδος για όλην την ανθρωπότητα και την ιστορία της. Οι διηγήσεις όσων επέζησαν από την Κεμαλική κόλαση δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο. Δεν υπάρχει ανοσιούργημα που να μην διαπράχθηκε με θύματα τους δύστυχους ρωμιούς. Ακόμα και σήμερα 82 χρόνια μετά ραγίζει η καρδιά όποιου τις διαβάζει, κι ας είναι και από πέτρα. Ο χρόνος στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής γιατρός, σε τέτοιες πληγές που δύσκολα κλείνουν.

Άνθρωποι κατασφαγιάσθηκαν κτηνωδώς, (και νήπια ακόμη, τόσα που ο Ηρώδης πια φαντάζει μικροκακοποιός), γυναίκες ατιμάσθηκαν μπροστά στους οικείους τους, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, αξιοπρέπειες τσαλακώθηκαν, ιερά βεβηλώθηκαν, περιουσίες αρπάχθηκαν, περιοχές ολόκληρες ερήμωσαν.

Δεν έχει ίσως νόημα να επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες. Τα έχουμε όλοι ακούσει αυτά, και περισσότερα ίσως, από τους παππούδες μας. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τα δούμε όσο γίνεται ψυχρά και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.

Διαπίστωση πρώτη.

Το 1922 είναι η χειρότερη χρονιά για τον Ελληνισμό, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, δηλαδή περίπου τις τρεις τελευταίες χιλιετίες. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα μένει απορημένος για το πώς άρκεσε μόνο μια χρονιά για να χαθεί ό,τι κατακτήθηκε στην Ομηρική εποχή 3000 και βάλε χρόνια πριν, ό,τι οικοδομήθηκε στα κλασσικά χρόνια, ό,τι καταξιώθηκε στα ελληνιστικά, ό,τι αγιάστηκε κατά τους πρώτους αιώνες της εκκλησίας, και ό,τι πεισματικά με νύχια και με δόντια κρατήθηκε μετέπειτα από τον Διγενή και τους άλλους ακρίτες.

Διαπίστωση δεύτερη

Η μικρασιατική καταστροφή δεν μπορεί να θεωρείται γεγονός μεμονωμένο. Είναι μέρος, ίσως το τραγικότερο, μιας γενικότερης ιστορικής περιόδου κατά τον 20ο αιώνα της εκ βάθρων αποξήλωσης του Ελληνισμού από τα μέρη της ανατολής, από έναν χώρο δηλαδή όπου αναδείχθηκε και μεγαλούργησε. Δεν πρέπει να την δούμε ξεκομμένα από την κτηνώδη γενοκτονία των ποντίων που προηγήθηκε, και αργότερα από τον βίαιο αφελληνισμό της Κωνσταντινούπολης κατά τις δεκαετίες του ’50 και ‘60, από τους μεθοδευμένους διωγμούς στην Ίμβρο και την Τένεδο, και για να έρθουμε και στις μέρες μας, από τον προσεκτικά μεθοδευμένο εκτουρκισμό της μαρτυρικής μεγαλονήσου, της Κύπρου. Λίγο έλειψε αυτός ο εκτουρκισμός να εδραιωθεί ανεπανόρθωτα μόλις πέρυσι, με την νομιμοποίηση των εισβολέων που επιχειρήθηκε.

Διαπίστωση τρίτη.

Η κεμαλική ιδεολογία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο. Στο νεοτουρκικό κράτος, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις περί ισότητας, κλπ, ουσιαστικά είχε αρθεί πια η Οθωμανική ανοχή στις διάφορες εθνότητες. Ο καθένας όφειλε, ή να είναι τούρκος, ή να πεθάνει. Νοσηρή ιδεολογία που πληρώθηκε με αίμα εκατομμυρίων Αρμενίων και Ελλήνων, που ιστορικώς τεκμηριωμένα έδωσε ιδεολογική τροφή στην σύλληψη της «τελικής λύσης των Ναζί για το εβραϊκό ζήτημα» και που στις μέρες μας ακόμα αποτελεί σημαία του τουρκικού κράτους. Όταν λοιπόν κομπάζουμε για την «προσέγγιση» και την «φιλία» που επιτύχαμε, να έχουμε πάντα κατά νου ότι μιλάμε για έναν λαό που αν και οι τόσοι αιώνες συνύπαρξης μας έχουν δέσει σε μια κοινή ιστορική πορεία, ωστόσο είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στην ακραία εθνικιστική δημαγωγία των αρχόντων του, που τάχιστα μπορεί να τον μεταμορφώσει σε αιμοχαρή όχλο. Λοιπόν η πολυθρύλητη ελληνοτουρκική φιλία μπορεί να είναι παραπάνω από επιθυμητή, αλλά η επανάπαυσή μας σε αυτήν συνιστά ασυγχώρητη αφέλεια.

Διαπίστωση τέταρτη

Η μικρασιατική εκστρατεία, και η καταστροφή που την ακολούθησε δεν ήταν απλά και μόνο μια ελληνοτουρκική υπόθεση, αλλά εντάχθηκε στον γενικότερο γεωπολιτικό σχεδιασμό της εποχής, από τους κρατούντες στην τότε παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Η πατρίδα μας άδραξε την μοναδική ευκαιρία που της δίνονταν για να επεκταθεί στον τόσο ζωτικό για αυτήν χώρο της Μικράς Ασίας, χώρο που αν και υπό τουρκική κυριαρχία δεν έπαψε να αποτελεί το πνευματικό επίκεντρο του λαού μας.

Έπαιξε όμως δίχως σύνεση στον διεθνή στίβο και έχασε. Η πολιτική που άσκησε στην κρίσιμη τριετία από την απόβαση στην Σμύρνη υπήρξε επιεικώς ανεδαφική, και οι επιλογές των κυβερνήσεων ασυγχώρητα κοντόφθαλμες.

Δεν μπόρεσε η ελληνική εξωτερική πολιτική να σταθμίσει την πραγματική θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι, και αυτό το πληρώσαμε ακριβά. Η παραγνώριση των διαπλεκόμενων διεθνών συμφερόντων στην περιοχή και η έλλειψη μιας μακρόπνοης, ευέλικτης και ευφυούς διπλωματίας που θα εξασφάλιζε τα δικά μας συμφέροντα αποφεύγοντας τις άσκοπες διεθνείς προστριβές αποδείχθηκαν μοιραίες παραλείψεις.

Είναι βέβαια γνωστός ο ρόλος και η ατιμία των μεγάλων δυνάμεων στην υπόθεση της Μικράς Ασίας. Η ιστορική μνήμη δεν θα συγχωρήσει ποτέ αυτούς που παρακολουθούσαν απαθείς την σφαγή στην παραλία της Σμύρνης, δίχως να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια στα δύστυχα θύματα, και πολύ περισσότερο αυτούς που πετούσαν πίσω στην θάλασσα όσους κατέφευγαν εκεί ικέτες για να σωθούν. Φυσικά, οι ξένες δυνάμεις παίξανε απλά το βρώμικο παιχνίδι τους, όπως γίνεται πάντα. Μόνοι μας όμως εμείς βγάλαμε τα μάτια μας.

Διαπίστωση πέμπτη

Καταστροφική αποδείχθηκε η νοοτροπία που καλλιεργήθηκε στην κοινή γνώμη για παύση του πολέμου, για να γυρίσουν οι φαντάροι μας πίσω, και τα λοιπά γνωστά. Δεν λείπανε οι κουβέντες όπως «τι θέλει ο στρατός μας στη τουρκία» Πουθενά ο εθνικός ενθουσιασμός για την ελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών. Πουθενά η παλλαϊκή συστράτευση για τον κοινό σκοπό της επέκτασης της πατρίδας στην Μικρά Ασία. Οι ευθύνες της τότε παλιάς Ελλάδας σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι τεράστιες.

Η διχόνοια που επικρατούσε και το χάος στο οποίο είχε περιπέσει η Ελληνική πολιτική ζωή ήταν αυτά που τελικά κατά πολλούς δώσανε την νίκη στον Μουσταφά Ριζά, γνωστό κατά κόσμο ως Κεμάλ Ατατούρκ. Δεν θα ήταν υπερβολή αν αναφέρονταν ότι η Ελλάδα έκανε τα πάντα για να ηττηθεί.

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στις κρίσιμες στιγμές της εθνικής δοκιμασίας πολλοί στην Ελλάδα προέτασσαν το κομματικό ή μικροπολιτικό συμφέρον έναντι του εθνικού. Άλλοι τάσσονταν σύμμαχοι στο πλευρό της Γερμανίας, υπηρετώντας βασιλικές οικογενειοκρατίες, άλλοι βασίζονταν στις Βρετανικές φλύαρες αοριστίες, και άλλοι πάλι, νεοφώτιστοι, εγκολπώνονταν τα τότε σοβιετικά ιδεώδη, διακηρύσσοντας (εν ώρα εμπόλεμης κρίσεως μάλιστα) το άδικο της δικής μας μικρασιατικής εκστρατείας ενάντια στο δικαίωμα του αδελφού τουρκικού λαού για αυτοδιάθεση. Αυτό ειδικά το τελευταίο θα συνιστούσε εσχάτη προδοσία, αν δεν επρόκειτο απλά για μια φρικώδη ανοησία.

Και μιλώντας για έσχατη προδοσία, είναι πολύ χαρακτηριστική και ενδεικτική του ασυγχώρητου «ημετερικού» κλίματος που επικρατούσε ακόμα και στις τάξεις του εκστρατευτικού σώματος, η επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στην ηγεσία μιας από τις σπουδαιότερες μονάδες του Πυροβολικού:

« Ο κόσμος εδώ γενικώς είναι απαίσιος. Επικρατεί βενιζελισμός ογκώδης.... Θα άξιζε πράγματι να παραδώσουμε τη Σμύρνη στον Κεμάλ για να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους...Πότε Θεέ μου, θα γλιτώσω από αυτήν την κόλαση εδώ;»

Δεν χρειάζεται πιστεύω κανένα σχόλιο. Όταν στο στράτευμα επικρατεί τέτοιο ηθικό, όταν η ανώτατη διοίκησή του διαθέτει περγαμηνές ανικανότητας, και όταν η διοικητική μέριμνα λείπει παντελώς, τότε η ήττα είναι περισσότερο από εγγυημένη.

Αυτά όλα μας φαντάζουν απόμακρα, και απαράδεκτα για την δική μας «σύγχρονη» λογική. Δεν είναι όμως πολύς καιρός που μια άλλη προδοσία διεκτραγωδήθηκε υποκινούμενη από μικροπολιτικά συμφέροντα, και μιλάω για το προ 30ετίας ξεπούλημα της Κύπρου στους διαδόχους του Κεμάλ. Άρα και η δική μας γενιά είναι ανάγκη να αναλάβει τις δικές της ευθύνες, και να ασκεί συνεχώς τον αυτοέλεγχο και την αυτοκριτική της, για το κατά πόσο οι επιλογές της σε τόσο καίρια θέματα υπηρετούν ξεκάθαρα τα εθνικά συμφέροντα, ή υποτάσσονται σε σκοπιμότητες κομματικές, συντεχνιακές ή και προσωπικές. Η ιστορία μας διδάσκει ότι οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε ενωμένοι. Ο κομματισμός, ο «ημετερισμός» και ο,τιδήποτε άλλο προτάσσεται του εθνικού συμφέροντος συνιστούν εθνική προδοσία και σήμερα ακόμα που η μπόρα έχει φαινομενικά καταλαγιάσει.

Αν δεν πονέσουμε εμείς οι ίδιοι την πατρίδα μας, ας μην περιμένουμε να την πονέσει κανένας άλλος.

Διαπίστωση έκτη

Μετά το ’22 η Ελλάδα μας κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε. Βέβαια ήταν πια μια «μικρή πλην έντιμος» όπως ανοήτως διεκήρυσσαν κάποιοι πολιτικοί της εποχής (λες και το «έντιμος» αποτελεί τίτλο τιμής για ένα κράτος). Από την άλλη όμως το 1,5 εκατομμύριο περίπου των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην νέα τους πατρίδα, εξαθλιωμένοι στην αρχή, προοδεύοντες όμως στην συνέχεια, άλλαξαν το σκηνικό της χώρας μας. Νέο αίμα, αίμα συγγενικό και αδελφικό ήρθε να συνταχθεί στην προσπάθεια για επιβίωση και ανάδειξη της πατρίδας μας. Μπόλιασε την πληγωμένη Ελλαδίτσα μας με τον πολιτισμό της Ιωνίας, διασώζοντας πολλά στοιχεία από το ένδοξο παρελθόν της Ρωμιοσύνης, που είχαν ξεχαστεί στην «παλιά Ελλάδα». Τι να πρωτοαναφέρει κανείς? Την οξυδέρκεια, την κοινωνικότητα, την εργατικότητα, τον κοσμοπολιτισμός, την έφεση στις τέχνες στο εμπόριο και τις επιστήμες, την επιχειρηματικότητα και την άλλη αντίληψη για ποιότητα ζωής που φέρανε μαζί τους από την ευλογημένη Ιωνική γη, και που έδωσαν μια νέα αναζωογονητική ώθηση στο πληγωμένο και παραπαίον Ελληνικό κράτος.

Η προσαρμογή στην νέα πραγματικότητα δεν υπήρξε πάντα δίχως προβλήματα. Όπως προαναφέρθηκε, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστο η αίσθηση της ξενιτιάς υπήρξε διάχυτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί ξεριζωμένοι δήλωναν για χρόνια προσωρινά διαμένοντες στην Ελλάδα, και ως μόνιμη την κατοικία που άφησαν στις χαμένες πατρίδες τους. Οι δυσκολίες πολλές. Οι συνθήκες διαβίωσης συχνά άθλιες, καθώς η περιβόητη «ανταλλάξιμη περιουσία», την οποία δικαιούντο βάσει διεθνών συνθηκών, στο μεγαλύτερο μέρος της καταφαγώθηκε από τα κοράκια του κρατικού μηχανισμού. Όμως το προσφυγικό στοιχείο στην Ελλάδα αποδείχθηκε ανώτερο των περιστάσεων και των δυσχερειών, και ρίζωσε και ευδοκίμησε.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην αναγέννηση της τέχνης, κοσμικής και εκκλησιαστικής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Μέγα Φώτιο του 20ου αιώνα, τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου και το αξεπέραστο έργο του; Και ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να παραβλέψει τους Πολίτες και Σμυρνιούς μουσικούς, χάρη στους οποίους η χώρα μας απέκτησε μουσική για τα λαϊκά στρώματα;

Ωστόσο, όλες αυτές οι παράπλευρες ευεργετικές συνέπειες της καταστροφής των καταστροφών τίποτε δεν αφαιρούν από την τραγικότητά της. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, που από το 1453 κοιμόταν, περιμένοντας την ώρα της λευτεριάς, πέθανε κάπου εκεί στην προκυμαία της Σμύρνης, με χιλιάδες άλλους Χριστιανούς. Η Ελλαδίτσα μας, έντιμος, πλην μικρή και ασήμαντη θα συνεχίσει για πολλά χρόνια ακόμα να είναι ο καρπαζοεισπράκτορας των δυνατών της γης. Και η εικόνα της Σμύρνης που καίγεται, η θλιβερότερη εικόνα σε όλην την ελληνική ιστορία, θα συνεχίζει να υγραίνει τα μάτια μας και να στοιχειώνει τις καρδιές και τα όνειρα όλων μας.

Χάθηκαν λοιπόν όλα; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ο ποιητής, πιστός στην δύναμη του έθνους για αναγέννηση λέει ότι την Ρωμιοσύνη δεν πρέπει να την κλαίμε. Ή τουλάχιστο, αν πρέπει να κλάψουμε για τις συμφορές που πέρασαν, άλλο τόσο πρέπει, και ως χρέος ιερό στις χιλιάδες των νεκρών εθνομαρτύρων, να θηρεύουμε τις προκλήσεις που ανοίγονται διάπλατα μπροστά μας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωμιοσύνη είναι κυρίως όχι ένας τόπος, αλλά ένας τρόπος ζωής. Είμαστε ένας λαός της μνήμης, αλλά και ένας λαός που δεν μας ταιριάζει να είμαστε μικροί και ασήμαντοι. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε δίχως μια Μεγάλη Ιδέα, και δίχως μια διαχρονική Ιστορική Συνείδηση. Το νέο ρευστό σκηνικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς πραγματικότητας προσφέρει το ιδανικό έδαφος γα την καλλιέργεια και την ευδοκίμηση της Νέας Μεγάλης Ιδέας, ιδέας προσφοράς, ανανέωσης και πρότασης ζωής στον σύγχρονο κόσμο. Και αν θέλουμε να ονομαζόμαστε γένος ιστορικό και σπουδαίο, τότε ας αναζητήσουμε και ας χτίσουμε την Μεγάλη αυτή Ιδέα που θα μας κρατάει ζωντανούς στους αιώνες που έρχονται, και ας διδάξουμε τις αξίες που την συνθέτουν, μαζί με την ιστορική μας κληρονομιά στις γενιές που ακολουθούν.