Αγιογραφικοί προβληματισμοί τον 21αι
Με αφορμή το άρθρο του Καθηγητού κ. Δημητρίου Τριανταφυλλόπουλου στην «Μακεδονία» της προηγούμενης Κυριακής (25-3), παραθέτω τα δικά μου σχόλια, δηλωτικά μιας άλλης οπτικής επί του θέματος.
Όταν κανείς μιλάει για μια τέχνη παραδοσιακή, όπως η δική μας λατρευτική ζωγραφική, γνωστή και ως «αγιογραφία», αλλά και κάθε άλλη παραδοσιακή τέχνη, πρέπει πάντα να έχει υπ’ όψιν ότι πρόκειται για τέχνη κοινοτική και όχι ατομική. Το δημιουργό και αιτιώδες υποκείμενο της τέχνης δεν είναι ο ζωγράφος, ο ποιητής, ο τραγουδιστής, ο συνθέτης, ο ναοδόμος, ο αρχιτέκτονας, ο οργανοπαίκτης, ο χορευτής, αλλά ο λαός. Η τέχνη πηγάζει από τον λαό, και απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτόν, προκειμένου να εκφράσει με τα εκάστοτε διαθέσιμα μέσα, κι όσο πιο «τεχνικά» μπορεί, τις αλήθειες του, κι εδώ ειδικότερα την εκκλησιαστική Αλήθεια.
Αυτή είναι και η θεμελιώδης διαφορά μας με την τέχνη, εν προκειμένω την εικαστική (δίχως βλάβη της γενικότητας) που αναπτύχθηκε στην Δύση, και μάλιστα από την αναγέννηση και ύστερα, ότι δηλαδή εκεί το υποκείμενο της δημιουργίας είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ως άτομο διακριτό από την κοινωνία που τον εξέθρεψε. Χαρακτηριστικά, οι ζωγράφοι της Δύσης πάντα υπογράφουν τα έργα τους, κάτι που οι Ρωμιοί το αποφεύγουν, κι όταν το κάνουν, πάντα αυτό γίνεται εν πλήρει ταπεινώσει, «διά χειρός τάδε, τάχα και ζωγράφου». Δεν είναι υποκριτικός ευσεβισμός, αλλά συνειδητή στάση ζωής.
Με τα ανωτέρω νοούμενα ως θεμελιώδη (ειδεμή η περαιτέρω ανάγνωση του παρόντος στερείται νοήματος) βλέπει κανείς υπό άλλο, εναλλακτικό πρίσμα, το άρθρο του Καθηγητού κυρίου Τριανταφυλλόπουλου, και σε κάποια σημεία οφείλει να παραθέσει μιαν άλλη οπτική:
Για παράδειγμα, το ότι δεν θεσπίστηκαν κανόνες επί Βυζαντίου (μήπως Ρώμης καλύτερα;) σχετικοί με την τεχνική της λατρευτικής ζωγραφικής δεν έχει να κάνει με την δυτικοτρόπως νοουμένη «πλήρη ελευθερία στον ζωγράφο», αλλά με το γεγονός ότι ουδέποτε υπήρξε χρεία τέτοιων κανόνων, δεδομένου ότι κανένας από τους παλαιούς τεχνίτες δεν διανοήθηκε να εικονίσει κάτι διαφορετικό από τα κοινώς παραδεδεγμένα της εποχής και της κοινωνίας του. Το ύφος ήταν δεδομένο, η θεματολογία το ίδιο, άρα ο τεχνίτης «δάνειζε» την τέχνη του στην κοινότητα (δια χειρός...) προκειμένου αυτή να εκφραστεί εικαστικά, αναφορικά προς την αλήθεια της και ανάλογα με τα δικά της αισθητικά κριτήρια. Είναι χαρακτηριστικό και πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα, το ότι ενώ μετά την εικονομαχία είχαμε άριστους τεχνίτες της ζωγραφικής τέχνης, ωστόσο δεν βρίσκουμε σημαντικές τεχνοτροπικές αποκλίσεις στα έργα που μας άφησαν (πολλά από αυτά ανώνυμα). Γιατί άραγε;
Αυτό προφανώς δεν συνέβαινε από άγνοια ή ανικανότητα των τεχνιτών, αλλά από ταπείνωση. Ακόμα και οι διαφορετικές «σχολές», όρος αδόκιμος κι επίφοβος σήμερα για εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων, απηχούσαν διαφορετικές «αποχρώσεις» στην αισθητική της κάθε εποχής. Θα πάρει καιρό για κάποιον φρεσκομυημένο στην λατρευτική ζωγραφική τέχνη να αντιληφθεί ότι η λεγόμενη «μακεδονική» και η λεγόμενη «κρητική» σχολή ποτέ δεν συνυπήρξαν, αλλά η μια προϋπήρξε της άλλης.
Κι ότε-αν αργότερα επιχειρήθηκε να επιβληθούν κάποιοι κανόνες, αυτό έγινε εξαιτίας δυτικότροπων επίδρασεων (μιλούμε πια για βενετο-τουρκοκρατία) και σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασωθεί το παλιό εικονογραφικό ήθος. Όσο για τους όποιους κανόνες θέσπισε στην Δύση η «αντιμεταρρυθμιστική» Σύνοδος του Τριδέντου, αυτή ως μετασχισματική και επιπλέον τελούσα όχι εν ελευθερία, αλλά εν παπική τυρρανία, μας αφήνει παγερά αδιάφορους ως Εκκλησία.
Ερχόμενοι στον Κόντογλου, πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατάγεται από την Ιωνία, και άρα γαλουχήθηκε με μιαν άλλη εκκλησιαστική νοοτροπία, εγγύτερη προς το κοινοτικό αίσθημα, και πάντως ξένη προς την Νεοελληνική εκκλησιαστική μετα-βαυαρική νοσηρότητα. Από την δική μου οπτική γωνία αδυνατώ να διακρίνω οιασδήποτε μορφής επιβολή καθεστώτος «νεοβυζαντινισμού» εκ μέρους του κυρ-Φώτη. Το αντίθετο, ο ίδιος πάλεψε σκληρά για να διαδώσει την παλαιά εκκλησιαστική αισθητική και να θωρακίσει -κυριολεκτώ-την εικαστική μας τέχνη από τις δυτικές νατουραλιστικές επιδράσεις, τις οποίες και αγωνίστηκε μια ζωή να απομυθοποιήσει.
Επίσης, αν και ορθά αναφέρεται ότι απορρίπτει (το «καταδικάζει» μάλλον υπερβολικό ηχεί) την μηχανική αντιγραφή των εικόνων, ωστόσο η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς από όσα μας άφησε είναι ότι πολύ περισσότερο αποστρέφεται μετά βδελυγμίας την άκριτη νεωτερικότητα και την προβολή του ατομικού «ταλέντου» του ζωγράφου, κατά παράβαση της παραδεδεγμένης αισθητικής του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό που ο κυρ-Φώτης πάντα έλεγε ήταν ότι ο τεχνίτης πρέπει να σπουδάζει την παράδοση με ταπείνωση και μαθητεία επί μακρόν, και με διάθεση αυτο-υποταγής στην λαϊκή παράδοση, και αφού την έχει χωνέψει καλά, τότε μόνο να τολμήσει να βάλει τον προσωπικό του χαρακτήρα στα έργα του. Τέλος, νομίζω ότι είναι παραπλανητικό να χρησιμοποιείται η καταδίκη της οκνηρίας από την Εκκλησία (παραβολή του κρυμμένου ταλάντου) ως αντεπιχείρημα, προκειμένου να εμφανιστεί ο σεβασμός των παραδεδομένων ως προϊόν ραθυμίας και όχι ως φιλότιμη αξιοποίηση του δοθέντος ταλάντου (η εμπειρία βέβαια δείχνει ότι ποτέ το τάλαντο ενός χαρισματούχου τεχνίτη δεν μένει θαμμένο). Στην πραγματικότητα, αυτό που δεν αντέχει η εκκλησία είναι η ανάδειξη της ατομικής αρετής (εν προκειμένω της εικαστικής δεινότητας του καλλιτέχνη) έξω από την συλλογική εμπειρία της Αλήθειας από το εκκλησιαστικό σώμα (εν προκειμένω την εκάστοτε «λειτουργική αισθητική» του σώματος)
Δεν είναι ψέμα ότι σήμερα η εκκλησιαστική εικαστική τέχνη υποφέρει από κακής αισθητικής «πιστά» αντίγραφα παλαιοτέρων έργων, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την «οκνηρία» των τεχνιτών, όσο με την φτηνιάρικη εργολαβική νοοτροπία της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής. Η νοοτροπία αυτή έχει ποτίσει γενικότερα την εκκλησιαστική μας τέχνη, δυστυχώς. Ας φέρουμε μόνο κατά νου τα σημερινά εκ παντογράφου ξυλόγλυπτα στασίδια, τα «επιχρυσωμένα» χυτά καντήλια, τους μπετόν-αρμέ ναούς, κλπ.
Με βάση τα παραπάνω νομίζω ότι κανείς πρέπει να σταθεί επιφυλακτικά απέναντι και στο συγκεκριμένο έργο του δρ. Κωνσταντίνου Βαφειάδη στην Αξιούπολη. Όχι γιατί στερείται καλλιτεχνικής αξίας, κάθε άλλο, αλλά γιατί οι καινοτομίες που επιχειρεί είναι αρκούντως τρανταχτές, ώστε να μην συνιστούν εξέλιξη, παρά ασυνέχεια στην εικαστική μας παράδοση. Ακραίες -για εμάς- εικαστικές λύσεις, όπως π.χ. η εισαγωγή της τρισδιάστατης προοπτικής, θα πρέπει να δοκιμαστούν επί μακρόν προτού επιχειρηθεί να εισαχθούν ως μνημειακή ζωγραφική, και πολύ περισσότερο ως λατρευτικά αντικείμενα στους ναούς. Θα μπορούσε για παράδειγμα ο ζωγράφος να οργανώσει προσωπικές του εκθέσεις, όπου θα παρουσίαζε την δική του άποψη. Αυτό θα ήταν πιο ανώδυνο και για το φιλότεχνο κοινό, και για τον ίδιον, και σαφώς τιμιότερο και αποτελεσματικότερο. Εκεί κάθε κριτική θα κινούταν σαφώς σε άλλο επίπεδο...
Επιπλέον, αυτό που προβληματίζει εντονότατα είναι το είδος και η ποιότητα της κριτικής που ασκήθηκε στην εικονογράφηση της Αξιούπολης, τόσο από τους (τελούντες εν μεσονυκτίω) υπο-δημοσιογράφους των μίντια, όσο δυστυχώς και από «εκκλησιαστικούς κύκλους», κριτική που προδίδει ότι δεν κατέχουν το θέμα για το οποίο ομιλούν. Και (το χειρότερο) προδίδει ακόμα ότι και το εκκλησιαστικό σώμα έχει εν πολλοίς χάσει τα αισθητικά του κριτήρια. Άλλα είναι τα τρωτά του συγκεκριμένου έργου, κι άλλα μας κακοφαίνονται. Δυστυχώς, σε ό,τι αφορά την λειτουργική εικονογραφία τουλάχιστο, είμαστε εικαστικά αναλφάβητοι, δεν μπορούμε να «διαβάσουμε» σωστά μια εικόνα. Στέκουμε ως εκκλησία αμήχανοι απέναντι στα παραδοθέντα αφ’ ενός, κι αφετέρου στις όποιες προτεινόμενες «καινοτομίες». Είμαστε μάλλον κακοί μαθητές του κυρ-Φώτη, ανίκανοι να διαμορφώσουμε με στέρεα συνείδηση μια εικοστοαιωνική εκκλησιαστική εικαστική πραγματικότητα, σύγχρονη μεν, αλλά και οργανική συνέχεια της παλαιάς παράδοσης.
Κι όταν αποκοπείς οργανικά από την συνέχεια της παράδοσης, τότε μοιραία (κι εδώ θα συμφωνήσω με τον κύριο Καθηγητή) θα σταθείς σαστισμένη, ώ κοινωνία, απορώντας εκστατικά εμπρός σε κάθε αμφιβόλου ποιότητος «καινοτομία». Και στην προσπάθειά σου να μην χάσεις εντελώς τον μπούσουλα, θα μυρηκάζεις τις παλιές εικαστικές φόρμες με τις νέες σου μασέλες, αντιγράφοντας πινελιά προς πινελιά τις εικόνες των παλιών μαϊστόρων, πλην αδυνατώντας να διατηρήσεις ζωντανό το πνεύμα τους. Είναι η μόνη σου επιλογή, αν ποτέ μπορεί αυτό να θεωρηθεί επιλογή. Μέχρι πότε; Κύριος οίδε.
Εν Φλωρίνη,
Γιώργης Χατζής, Καθηγητής Μ.Ε, τάχα και ζωγράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου