Η ανάλγητη κρατική υποκρισία και η αθεράπευτη λαϊκή αφασία
Κάπου στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο γίνεται λόγος για έναν βασιλιά που «παίρνει αυτό που δεν έδωσε, θερίζει αυτό που δεν έσπειρε, και μαζεύει από εκεί που δεν λίχνισε», πιθανότατα χρησιμοποιώντας κάποια από τις λαϊκόσοφες εκφράσεις της εποχής, για να περιγράψει την σκληρότητα και την αδικία.
Αν εμείς πιστεύουμε σήμερα ότι παρόμοιες συμπεριφορές από πλευράς κρατικής εξουσίας έχουν πια εκλείψει, νομίζω ότι απλά ξεγελούμε τους εαυτούς μας. Για άλλη μια φορά (νάτανε, μακάρι και η μόνη) το κράτος της ψωροκώσταινας όχι μόνο αμελεί επιμελώς να προσφέρει τα αυτονόητα στους πολίτες του (βλέπε δωρεάν παιδεία, δωρεάν υγεία – τι είναι αυτό; δικαίωμα στην εργασία, ασφαλείς μεταφορές, κλπ, κλπ), θέτοντας εν αμφιβόλω τον ίδιον τον σκοπό της ύπαρξής του, αλλά τους ζητάει και τα ρέστα, καλώντας τους να μπαλώσουν με ίδιους κόπους και έξοδα τα ανεπίτρεπτα κενά που αυτό αφήνει.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, πρόσφατα θεσμοθετήθηκε η πιστοποιημένη γνώση πληροφορικής ως απαραίτητο προσόν για οποιονδήποτε διορισμό στο Δημόσιο (πόθος ζωής για σχεδόν κάθε νεοέλληνα). Μέχρις εδώ όλα έχουν καλώς, μέχρι που να τολμήσουμε να σπάσουμε λίγο το τσόφλι του αυτονόητου και να έρθουμε αντιμέτωποι με την αλγεινή ουσία του θέματος. Και αυτή είναι ότι ουδέποτε μπήκε αυτό το κράτος στον κόπο να παρέξει στους πολίτες του, ως όφειλε βάσει των συνταγματικών επιταγών περί παιδείας, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που εκ των υστέρων σπεύδει να απαιτήσει από αυτούς. Με άλλα λόγια, ενώ ουδέποτε το κράτος μερίμνησε ώστε η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών να διδαχθεί στα δημόσια σχολεία ως γνώση ή δεξιότητα (πλην, υποτυπωδώς τα τελευταία χρόνια) το ίδιο αυτό κράτος έρχεται να την απαιτήσει ως απαραίτητο επαγγελματικό προσόν για μια θέση στον ήλιο. Όμως και όταν εδέησε πρόσφατα να εισάγει την πληροφορική ως γνωστικό αντικείμενο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ακόμα και τότε δεν θεωρεί επαρκή την γνώση που εκεί αποκτάται, (αφού ζητάει επιπλέον πιστοποίηση) απαξιώνοντας σαφώς την προσφερόμενη στα δικά του σχολεία γνώση, και έμμεσα αναιρώντας τον ίδιο του τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Εδώ και δεκαετίες εξωθεί τις οικογένειες σε δυσβάσταχτα έξοδα, προκειμένου να αποκτήσουν τα παιδιά τους τις απαραίτητες γνώσεις των ξένων γλωσσών, ενώ το ίδιο σφυράει αδιάφορα (και ένοχα) σε κάθε απαίτηση για αναβάθμιση των ανάλογων μαθημάτων στα σχολεία. Φυσικά, και πάλι τα πτυχία που πιστοποιούν καλή γνώση ή επάρκεια σε ξένες γλώσσες τίθενται ως προαπαίτηση για κάθε σχεδόν θέση εργασίας. Φως στη άκρη της σήραγγας διαφαίνεται με την θεσμοθέτηση του κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας. Ίδωμεν.
Το χειρότερο σε όλη αυτήν την ιστορία είναι ο εθισμός της κοινωνίας σε μια νοσηρή κατάσταση, και η αποδοχή της ως φυσιολογικής. Δεν διανοείται ο νεοέλληνας ότι μπορεί να έχει παιδεία δίχως να βάλει βαθειά το χέρι στην τσέπη, ούτε υγειονομική περίθαλψη, ειδικά σε δύσκολες περιπτώσεις, δίχως καταστραφεί οικονομικά και να εκποιήσει μέρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Η απονεύρωση και η αφασία στη οποία έχει περιπέσει η κοινωνία μας την οδήγησαν (προς τέρψιν και αγαλλίασιν τινών εκ των ιθυνόντων) σε μια άνευ όρων αυτοπαραίτηση από τα θεμελιώδη και αυτονόητα δίκαιά της.
Το σκηνικό της κερδεμπορίας που στήνεται γύρω από αυτήν την στρεβλή κατάσταση είναι ασύλληπτων διαστάσεων. Οι αντιδράσεις προς το παρόν ανύπαρκτες. Δεν έχουμε μάθουμε ως πολίτες να απαιτούμε από την πολιτεία τα αυτονόητα, αυτά που εξυπακούεται ότι πρέπει να μας παρέχει. Κλείνουμε τους δρόμους, διαδηλώνουμε, κραυγάζουμε, απεργούμε για άλλα και για άλλα, λιγότερο ή περισσότερο «συντεχνιακά», πλην δεν μας συγκινεί καθόλου η ιδιωτική ασέλγεια επί δημοσίων αγαθών. Έχοντας παραιτηθεί από τον δημόσιο βίο, ιδιωτεύουμε επικίνδυνα, ζώντας ο καθένας στον δικό του μικρό-κοσμο, προτάσσοντας το δικό του μικρο-συμφέρον. Αυτή όμως η στάση προοιωνίζει μέλλον ζοφερό όχι τόσο για εμάς, αλλά για τα παιδιά μας. Η αλλαγή στάσης και πορείας προβάλλει ως ανάγκη ασφυκτική, τουλάχιστο για όσους τολμούν και σκαλίζουν πέρα από τα φαινόμενα, και τα προβαλλόμενα ως αυτονόητα. Στο σύνολο σχεδόν των χωρών της ΕΕ, χωρών με πολύ πιο καπιταλιστικές οικονομίες από την δική μας, οι έννοιες των δημοσίων αγαθών και των κοινωνικών παροχών είναι αδιανόητο να αμφισβητηθούν. Εμείς εξακολουθούμε δυστυχώς να αποτελούμε την «μοναδική κεντροαφρικανική χώρα της ΕΕ», ολισθαίνοντας συνεχώς σε μια τριτο-τεταρτοκοσμική αυτοσυνείδηση.
Και όπως το έλεγε και κάποιος υπερήλικας θείος: «ο έχων ώτα για να ακούει, ακουέτω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου