21 Ιανουαρίου, 2010

το προσκύνημα

Στους κομιστές της νεοταξικής παγκοσμιοποιημένης ευδαιμονίας, που αναιδώς και απροκαλύπτως πια μας ζαλίζουν διαλαλώντας την πολυ-πολιτισμική πραμάτεια τους και επιμένουν πως πρέπει να ντρεπόμαστε για την εθνική μας ταυτότητα, η οποία -όπως επίσης διαλαλούν- δεν είναι και τίποτες σπουδαίο και άξιο λόγου, στους κομιστές λοιπόν αυτού του νεοταξικού "ευαγγελίου" απαντά με σαφήνεια ένας αποτυχημένος δικηγόρος και πολιτικός, πλην επιτυχημένος άνθρωπος του πνεύματος:

"...Την άλλη μέρα πρωί πρωί με πήρε ο κύρης μου από το χέρι.
-Πάμε, είπε.
Η μάνα τρόμαξε.
-Πού το πάς το παιδί; Κανένας χριστιανός δεν βγήκε ακόμα από το σπίτι του.
-Πάμε, ξανάπε ο κύρης, άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε έξω.
-Πού πάμε; ρώτησα, και το χέρι μου έτρεμε μέσα στην χοντρή του φούχτα.
Κοίταξα γύρα μου, ερημιά. Στη γωνιά δυο τουρκαλάδες πλένουνταν στη βρύση και το νερό κοκκίνιζε.
-Φοβάσαι;
-Ναι
-Δεν πειράζει, θα συνηθίσεις.
Στρίψαμε τη γωνιά, πήραμε κατά την πόρτα του λιμανιού. Ένα σπίτι κάπνιζε ακόμα, κάμποσες πόρτες ήταν γκρεμισμένες, αίματα ακόμα στο κατώφλι. Φτάσαμε στην πλατεία που βρίσκουνταν το συντριβάνι με τα λιοντάρια. Πλάι ο μεγάλος γεροπλάτανος. Ο κύρης στάθηκε, άπλωσε το χέρι.
-Κοίτα, μού' καμε.
Σήκωσα τα μάτια κατά τον πλάτανο, έσυρα φωνή: τρεις κρεμασμένοι καμπάνιζαν, ο ένας πλάι στον άλλο, ξυπόλυτοι, με μια πουκαμίσα μονάχα, κι η γλώσσα τους ήταν πεταμένη έξω, καταπράσινη. Γύρισα πέρα το κεφάλι, δεν μπορούσα να βαστάξω, κι αγκάλιασα το γόνατο του κύρη. Μα αυτός μου φούχτωσε το κεφάλι, το γύρισε κατά τον πλάτανο.
-Κοίτα! Με πρόσταξε πάλι.
Τα μάτια μου γέμισαν κρεμασμένους.
-Όσο να ζείς, μου είπε ο κύρης, το ακούς; όσο να ζείς ποτέ να μη φύγουν από τα μάτια σου οι κρεμασμένοι ετούτοι.
-Ποιος τους σκότωσε;
-Η λεφτεριά, ας είναι καλά!
Δεν κατάλαβα, κοίταζα με γουρλωμένα μάτια τα τρία κορμιά που κουνιούνταν αργά μέσα στα κιτρινισμένα πλατανόφυλλα.
Σβάρνησε ο κύρης γύρα τη ματιά του, στύλωσε το αυτί του, οι δρόμοι έρημοι. Στράφηκε σε μένα.
-Μπορείς να τους αγγίξεις; μου κάνει.
-Δεν μπορώ! Αποκρίθηκα μα τρόμο.
-Μπορείς, μπορείς, έλα!
Ζυγώσαμε, ο κύρης γρήγορα γρήγορα έκαμε το σταυρό του:
-Άγγιξε τα πόδια τους! Με πρόσταξε.
Μου πήρε το χέρι, ένοιωσα στ' ακροδάκτυλά μου το κρύο ταγαριασμένο πετσί, η δροσούλα της αυγής κάθουνταν ακόμα απάνω τους.
Προσκύνα! Πρόσταξε τώρα ο κύρης, κι ως με είδε να τινάζουμαι, να θέλω να φύγω, με άρπαξε από τις αμασκάλες, με ανασήκωσε, έγειρε το κεφάλι μου και κόλλησε με βιάς το στόμα μου απάνω στα ξυλιασμένα πόδια.
Με πήρε πάλι από το χέρι και γυρίσαμε σπίτι. Ανήσυχη η μάνα στέκουνταν πίσω από την πόρτα και περίμενε.
-Πού πήγατε, για όνομα του Θεού! έκαμε και με άρπαξε με λαχτάρα και με φιλούσε.
-Πήγαμε να προσκυνήσουμε, αποκρίθηκε ο κύρης και με κοίταξε με εμπιστοσύνη...."

Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στον Γκρέκο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: