Η Εικόνα -λένε- είναι το ευαγγέλιο του αγραμμάτου. Παρατήρησε προσεκτικά μια καλή Βυζαντινή εικόνα, και θα καταλάβεις την θεολογία του ιστορουμένου προσώπου, ή της υπόθεσης, κι ας μην ξέρεις καθόλου γράμματα. Μα και να ξέρεις, και πάλι τα μάτια σου θα ρουφήξουν το εικονιζόμενο θέμα πιο άμεσα, και πιο εσωτερικά, παρά αν διάβαζαν τις λέξεις.
Σήμερα τείνουμε να ξεχάσουμε πως ο πολιτισμός μας, αιώνες επί αιώνων τώρα, είναι πολιτισμός “εικονιστικός”, ας μου επιτραπεί η γλωσσική αυθαιρεσία. Ο Έλληνας θέλει να δει για να καταλάβει, να οικειοποιηθεί το βίωμα. Η λαϊκή έκφραση “άκου να δεις” τα λέει όλα.
Λοιπόν, η εικόνα της Γέννησης του Θεανθρώπου για όποιον την παρατηρεί είναι ωσάν να διάβασε τα σχετικά ευαγγελικά χωρία. Τι εικονίζεται;
Κατ'αρχήν ο Κύριος ο ίδιος, ως άνθρωπος, νεογέννητος, μωρό φασκιωμένο, για να δειχθεί ότι υπάρχει ως αγάπη, και από αγάπη σαρκώθηκε και σε απόλυτη ελευθερία, ελευθερία ακόμα και από την ίδια του την Θεία Φύση, ελευθερία να υπάρχει και ως άνθρωπος, εφόσον αγαπητικώς το επιλέγει. Ξαπλώνει σπαργανωμένος όχι σε φάτνη (κατά την ιστορική ακρίβεια) αλλά σε λίθινη σαρκοφάγο (κατά την πνευματική ακρίβεια) δηλώνοντας την προσλαμβανόμενη θνητή φύση και την μετέπειτα πορεία.
Δίπλα ακριβώς η Θεοτόκος, δι ης συναίνεσε το γένος των ανθρώπων στην σάρκωση του Λόγου. Η παρουσία της δεν είναι μόνον απαραίτητη ως φυσικώς τεκούσα μήτρα, αλλά κυρίως ως η κατάφαση του πεπτωκότος ανθρωπίνου γένους στην Θεία αυτοπροσφορά της ενσαρκώσεως. Σχέση ανθρώπου-Θεού χαριστικώς ισότιμη, διότι με το ζόρι σωτηρία δεν γίνεται, κι αν εσύ, ώ, άνθρωπε δεν πείς λαχταριστά το “ναι”, ο Θεός σε σέβεται και δεν σαρκώνεται στον αιώνα τον άπαντα, όσο και αν το λαχταρά ο ίδιος. Η Θεοτόκος απλώς αναπαύεται ήρεμη, διότι εδώ ο ρόλος της εξαντλείται στην παρουσία της.
Οι δυο αυτές μορφές, μινιμαλιστικώς, θα αρκούσαν για την εικόνα της Γεννήσεως. Όμως εδώ είναι γιορτή μεγάλη και χαρά. Ξεχνάμε τους μινιμαλισμούς μας και πλουμίζουμε την εικόνα μας με ό,τι έχουμε καλύτερο. Κάπου στην άκρη ο Ιωσήφ, περίσκεπτος, δεν το χωρά ο νούς του αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Ένας βοσκός του πιάνει κουβέντα. Γιατί στην άκρη όμως; Μα, ας θυμηθούμε ότι η εικόνα είναι το ευαγγέλιο του αγραμμάτου, και αν τον είχαμε τάξει δίπλα στην Παναγία και το Βρέφος, θα δίναμε ίσως λάθος εντυπώσεις ως προς την πατρότητα. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη.
Πιο πέρα δυο θεραπαινίδες ετοιμάζουν το λουτρό του νεογέννητου. Διότι κάθε νεογέννητο θέλει το λουτρό του (η σκηνή είναι δανεισμένη από προ-χριστιανικες παραστάσεις) ακόμα και αν είναι ο Μεσσίας ο ίδιος. Είπαμε: τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος, άρα τον λούζουμε. Η σκηνή είχε προκαλέσει αντιδράσεις κατά τους σκοτεινούς αιώνες της τουρκοκρατίας, όταν ο εισαγώμενος δυτικόφερτος ευσεβισμός και πουριτανισμός ροκάνιζε την Ορθόδοξη συνείδηση.
Το σπήλαιο περιβάλλει και αγκαλιάζει την Θεοτόκο και το Βρέφος. Όχι σπήλαιο κανονικό, φυσικό, αλλά βράχια γεωμετρικά, Ίσα-ίσα για να δηλώνεται ο τόπος) τοξωτά αραδιασμένα, που καταλήγουν σε μύτη προς τον ουρανό. Σαν να κατάλαβε η Γη και να άνοιξε υπερφυσικώς τα σπλάχνα της, για να δεχθεί τον Δημιουργό της. Και από το βάθος της ίσα που διακρίνονται δυο-τρία σταυλισμένα ζώα να ρουθουνίζουν τον Κύριο.
Και ολόγυρα όλη η υλική και η ασώματη κτίσις πανηγυρίζουσα, άγγελοι, βοσκοί, το αστέρι, οι μάγοι από μακρυά, βουνά κι εξοχές και ζωντανά, και ό,τι έχει τακτοποιήσει κατά καιρούς τεχνικά και διακριτικά ο κάθε ζωγράφος. Διότι απο την μέρα αυτή όλα περιμένουν να καινουργηθούν, διότι “η σκιά παρέδραμεν” και ο τόπος αρχίζει να μοσχοβολά αιωνιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου